Εκείνη την Παρασκευή του
Ιουλίου βρέθηκα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Όχι μονάχα για
να παρακολουθήσω την «Αντιγόνη», την επιτομή της τραγωδίας που σημάδεψε τα
Λυκειακά μου χρόνια, την «Αντιγόνη» που ο Χέγκελ χαρακτήριζε στις διαλέξεις του
ως «το αισθητικά πιο τελειοποιημένο καλλιτέχνημα».
Μα πρωτίστως από εσωτερική ανάγκη να αποχαιρετήσω τον Μεγάλο Δημήτρη Μαρωνίτη στον φυσικό
του χώρο, στο πεδίο του Αρχαίου Δράματος - και μέσα από το έργο του, την
τελευταία παράσταση της οποίας επιμελήθηκε αριστοτεχνικά τη μετάφραση. Ένα
δράμα χτισμένο πάνω στο αποτυχημένο πραξικόπημα του Πολυνείκη, που επιχείρησε
να πάρει τον θρόνο της Θήβας από τον αδελφό του Ετεοκλή.
Ακολουθεί η γνωστή πλέον εξέλιξη με την εντυπωσιακά γρήγορη ήττα των πραξικοπηματιών και τις σαρωτικές κινήσεις Ερντογάν. Φυσικά η Δύση, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ευρωπαϊκή Ένωση, οι διεθνείς παίκτες και μεταξύ αυτών η Ελληνική Κυβέρνηση έρχονται να στηρίξουν τη νόμιμα εκλεγμένη Κυβέρνηση – σωστά μεν, πολύ καθυστερημένα δε, με ένα μεταμεσονύκτιο «περίσσευμα δημοκρατικής ευαισθησίας», όταν το παιχνίδι έχει ήδη κριθεί. Ο Ερντογάν έχει κερδίσει. Διαχειρίζεται με σιδηρά πυγμή την επαύριο ενός αποτυχημένου πραξικοπήματος, με στόχο την εμπέδωση της απόλυτης πλέον εξουσίας του. Τα «έκτακτα προληπτικά μέτρα» λαμβάνουν τη μορφή χιονοστιβάδας. Οι εκκαθαρίσεις ξεκινούν στο στρατό – γεγονός καταρχήν φυσιολογικό και αναμενόμενο, παρά τη βιαιότητα και την έλλειψη διαδικαστικών εγγυήσεων. Ταχύτατα επεκτείνονται στην αστυνομία, σε όλο τον δημόσιο τομέα, στη Δικαιοσύνη και – το χειρότερο όλων- στην Παιδεία. Χιλιάδες κοσμήτορες και καθηγητές Πανεπιστημίων απολύονται επί τόπου. Κανείς δημόσιος υπάλληλος, ουδείς δικαστικός και ακαδημαϊκός δεν μπορεί να βγει από το έδαφος της χώρας. Παράλληλα, καθώς εκτυλίσσεται το διπλωματικό θρίλερ των «8», επαπειλείται σοβαρά η αναδρομική εφαρμογή της θανατικής ποινής, γιατί «τη ζητάει ο λαός», ενώ πληθαίνουν τα περιστατικά βασανιστηρίων. Ο Ερντογάν συνεχίζει την επίδειξη δύναμης ως προεξάρχων «προσευχών» σε πανεθνική ζωντανή μετάδοση από την κρατική τηλεόραση – γεγονός πρωτοφανές στα μετα-Κεμαλικά χρονικά. Κάνει διάγγελμα προς τον λαό, κηρύσσει «κατάσταση εκτάκτου ανάγκης» και ανακοινώνει τις «νέες αρχές». Δυστυχώς, η Τουρκία βυθίζεται στην αυθαιρεσία.
Για να μην αφεθεί καμία αμφιβολία για την ανάδυση τούτου του μεταμοντέρνου Κρέοντα, μια είδηση «φωτίζει» ταυτόχρονα τις δύο σκηνές του δράματος, διαπλέκοντας τα γεγονότα σαν από ιστορική ειρωνεία: η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων, ενώ βρίσκεται σε διαδικασία εκκαθάρισης με διωγμούς χιλιάδων ιμάμηδων και λοιπού προσωπικού, ανακοινώνει – καθ’ υπόδειξη της Κυβέρνησης- ότι οι νεκροί πραξικοπηματίες θα ταφούν χωρίς προσευχές και μάλιστα σε χώρο απ’ όπου «οι πολίτες θα μπορούν να περνάνε για να τους καταριούνται». Ο Κρέοντας μιας άλλης εποχής, εμφανιζόμενος μόνος νικητής στην πολιτική σκηνή, βγάζει εκ νέου το διάγγελμα του: «Τον Πολυνείκη όμως κανείς να μην τον θάψει ή να νεκροστολίσει ούτε να μοιρολογήσει, αλλά άθαφτο να τον αφήσουνε, να τον κατασπαράξουν τα σκυλιά και τα όρνεα. Αυτή είναι η απόφασή μου. Γιατί εγώ ποτέ δεν βάζω ίσα το καλό και το άδικο». Εᾶν δ' ἄθαπτον καί πρός οἰωνῶν δέμας καί πρός κυνῶν ἐδεστόν αἰκισθέν τ' ἰδεῖν, στην καταλυτική γλώσσα του Σοφοκλή (στ. 205-6). Και μοιάζει να βρίσκεται μονάχα στην αρχή του δρόμου της εκδικητικής οίησης.
Τα γεγονότα της «Αντιγόνης» λίγο-πολύ γνωστά. Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης, δύο από τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα, έχουν συμφωνήσει να κυβερνούν εναλλάξ τη Θήβα. Μετά την άρνηση του Ετεοκλή να παραδώσει τον θρόνο, ο Πολυνείκης φεύγει για το Άργος, απ’ όπου με έξι ακόμα βασιλείς θα οργανώσει εκστρατεία εναντίον της Θήβας, όπως την περιγράφει ο Αισχύλος στους Επτά επί Θήβας. Τα δύο αδέρφια σκοτώνονται σε μεταξύ τους μονομαχία και τον θρόνο καταλαμβάνει ο Κρέοντας, ο οποίος απαγορεύει την ταφή του «προδότη και πραξικοπηματία» Πολυνείκη, με ποινή τον δημόσιο λιθοβολισμό. Στη ρητή αυτή διαταγή αντιστέκεται πεισματικά η Αντιγόνη και εισπράττει την «οριακή εκδίκηση» του Κρέοντα: εγκλεισμό της απείθαρχης ανιψιάς του σε τυφλό υπόγειο θάλαμο, ο οποίος απολήγει σε αυτοκτονικό απαγχονισμό, με παρεπόμενη αυτοκτονία του γιου του Αίμονα και της γυναίκας του Ευρυδίκης. Η όψιμη μεταμέλεια του Κρέοντα δεν αποτρέπει την προσωπική συντριβή. (Μαρωνίτης, 2016).
Έχει διατυπωθεί ευρέως η άποψη ότι ο Κρέων είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του δράματος, το κατεξοχήν τραγικό πρόσωπο. Δεν είναι μόνον ότι ο σκηνικός του ρόλος έχει πολύ μεγαλύτερη διάρκεια από της Αντιγόνης. Στον Κρέοντα ανήκει η σκηνή του τέλους, αλλά και το καταληκτικό σχόλιο του Κορυφαίου του Χορού τη μοίρα του Κρέοντος έχει ως αφορμή και από του Κρέοντος τον χαρακτήρα και τις πράξεις αντλεί την αλήθεια του.
«Τον πρώτο λόγο έχει η φρόνηση/στον δρόμο της ευδαιμονίας/Δεν πρέπει ν’ ασεβούμε/στους θεούς με τίποτε. Πληρώνουν τα μεγάλα λόγια τους/οι αλαζόνες ακριβά, ωσότου αργά/να βάλουν γνώση στα γεράματα».
Το «παραινετικό γνωμολόγιο» του Χορού αντηχεί ως γενική προειδοποίηση στον θεατή και το ανθρώπινο γένος συνολικά και διαχρονικά. Και αναδεικνύει ως κεντρικό το ζήτημα της φρόνησης. Όπως επισημαίνει ο εξαίρετος Βρετανός κλασικιστής R. P. Winnington – Ingram, αντίθετα από πολλούς ήρωες του Αισχύλου, ο Κρέων του Σοφοκλή παίρνει ο ίδιος το μάθημα του, διότι επιζεί και επανεμφανίζεται επί σκηνής, στο τέλος του έργου, εξουθενωμένος και συντετριμμένος. Διατηρείται ωστόσο η Αισχύλεια μοίρα, καθώς ο πρωταγωνιστής συμπράττει στην ίδια του την πτώση. Μαθαίνει τελικά με το σκληρότερο τρόπο πως «η φρόνηση (το φρονεῖν) είναι το πρώτο και κύριο θεμέλιο επιτυχημένου βίου (εὐδαιμονίας)[…] Ο Κρέων μπορεί να πιστεύει στους θεούς, αλλά τους ταυτίζει με το συμφέρον του Κράτους ενώ, σε τελική ανάλυση, ταυτίζει το Κράτος με τον εαυτό του, τη φιλοδοξία του και την εξουσία του. Βλέπουμε χαρακτήρα και δράση σε μια τέλεια ισορροπία: τυπικό επίτευγμα του Σοφοκλή» (R. P. Winnington – Ingram, 1980).
Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι των εξελίξεων στην Τουρκία, ο Ερντογάν, απόλυτος και μόνος πρωταγωνιστής σε μια ιδιαίτερα ασταθή σκηνή, μοιάζει όλο και περισσότερο με τον Κρέοντα και δείχνει να καταλαμβάνεται από εξουσιαστική αλαζονεία. Κατά τη γαλλική Libération, είτε ο Ερντογάν δεν γνώριζε τίποτα, είτε τα προέβλεψε όλα είτε χρησιμοποίησε το πραξικόπημα, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: ήδη πάνω από 50.000 στρατιωτικοί, αστυνομικοί, δικαστικοί, πρυτάνεις πανεπιστημίων, στελέχη του υπουργείου Παιδείας και Εσωτερικών έχουν συλληφθεί ή απολυθεί. Ένας διωγμός τέτοιου μεγέθους σημαίνει ότι προϋπήρχαν έτοιμες λίστες, από καιρό, καθώς και ο σχεδιασμός του πογκρόμ. Ίσως λοιπόν «δεν ήταν τόσο ένα αποτυχημένο πραξικόπημα αλλά η επιτυχία ενός άλλου πραξικοπήματος, που είχε ξεκινήσει εδώ και χρόνια, όταν το καθεστώς Ερντογάν άρχισε να καταστέλλει συστηματικά τις θεμελιώδεις αρχές του δημοκρατικού Συντάγματος», με χαρακτηριστικά τα γεγονότα στο πάρκο Gezi, τις υπόγειες διαδρομές με τον ISIS, τις διώξεις στα ΜΜΕ και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς και την προσπάθεια ελέγχου της Δικαιοσύνης. Σήμερα, θεωρώντας εαυτόν πανίσχυρο, είναι έτοιμος να επαναφέρει τη θανατική ποινή και φτάνει στο σημείο «να απαγορεύει τις προσευχές για τους προδότες». Κι όλα αυτά μέσα σε ένα πρωτόγνωρα θεοκρατικό κλίμα.
Εδώ εντοπίζεται μια εκ πρώτης όψεως αντίφαση. Στην «Αντιγόνη», κατά την κυρίαρχη ματιά, ο Κρέων επιχειρεί να επιβάλει το «θετικό δίκαιο», το δίκαιο της πόλεως και της δικής του ανθρώπινης εξουσίας επί του «θεϊκού δικαίου», των άγραφων, άχρονων και ανώτερων νόμων των θεών, τους οποίους υπερασπίζεται μέχρι τέλους η Αντιγόνη. Η αναπότρεπτη ρήξη των δύο κόσμων οδηγεί στην ολική σύγκρουση και τη συμφορά. Στην περίπτωση όμως της Τουρκίας, οι ενέργειες της Κυβέρνησης δεν έχουν στόχο την επιβολή του «θετικού δικαίου», αλλά την επικράτηση ενός ολοένα και πιο θεοκρατικού πλαισίου, ενός οιονεί «θεϊκού νόμου» στο όνομα του Λαού αλλά και του Θεού. Η φαινομενική αυτή αντίφαση αίρεται αν αναλογιστούμε ότι τόσο ο Κρέων όσο και ο Ερντογάν εργαλειοποιούν το «θετικό δίκαιο» για να επιβάλουν μονομερώς την ηθική τους αντίληψη μέσω του νομικού οπλοστασίου του Κράτους. Αντίστοιχα, το «θεϊκό δίκαιο» της Αντιγόνης έχει και τον χαρακτήρα του «φυσικού νόμου», ο οποίος σήμερα δεν εξαντλείται στους άγραφους νόμους της «τρυφερής αδελφικής στοργής, τους οποίους θέτει η Αντιγόνη υπό τη διπλή αιγίδα του Ολύμπιου Διός και της Χθόνιας Δίκης» (Steiner, οι Αντιγόνες, 2001), δεν έχει χαρακτήρα αφηρημένο και μεταφυσικό, αλλά διηθείται μέσα από το ρεύμα του ανθρωπισμού του 18ου αιώνα, συστηματοποιείται μέσα από τα «φυσικά» ανθρώπινα δικαιώματα και την Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1948) και τελικά παίρνει σάρκα και οστά μέσα από εκατοντάδες νομικά δεσμευτικές συνθήκες, συμβάσεις και διακηρύξεις, με πιο σημαντική περιφερειακή Σύμβαση αυτή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτό το σύνθετο πλέγμα νομικής προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συμπυκνώνει και τις (ελπίζουμε αδιαπραγμάτευτες) διεθνείς υποχρεώσεις της Τουρκικής Δημοκρατίας. Η ενταξιακή πορεία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, πρωτίστως δε ο κομβικός ρόλος της Τουρκίας ως χώρας-μέλους του Συμβουλίου της Ευρώπης, η δέσμευσή της από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η κύρωση των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων της και τελικά η υπαγωγή της στη δικαιοδοσία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) συνθέτουν ένα προστατευτικό δίχτυ για εχθρούς και φίλους, που κανένα πρόσκαιρο «δίκαιο της ανάγκης» δεν δικαιούται να παραβιάζει ή να παρακάμπτει. Σε τελική ανάλυση, η σύγκρουση παραμένει ηθική και αξιακή: «Και πεθαμένο τον εχθρό μου δεν τον συγχωρώ», θα πει ο Κρέοντας για να απαντήσει με πάθος η Αντιγόνη, «Δε γεννήθηκα για να μισώ, αλλά για ν' αγαπώ». Στον πυρήνα της ηθικής του Κρέοντα κρύβεται η πεποίθηση οι «κακοί» άνθρωποι δεν αξίζουν ανθρώπινη μεταχείριση. «Δεν μπορεί να τους αξίζει». Για την Αντιγόνη το ιερό δικαίωμα στην ταφή δεν αφορά καθόλου το «στρατόπεδο» του νεκρού, αλλά την ίδια την ιδιότητά του ως ανθρώπου, που δεν επιτρέπει για κανένα να τεθεί εκτός των ορίων της ανθρώπινης ευαισθησίας. Η Αντιγόνη αισθάνεται ότι αν δεν μεταχειριζόταν τον εγκληματία αδερφό της ως άνθρωπο, θα έχανε εντέλει και τη δική της ανθρωπιά (Μέντελσον, 2014). Θα ήταν άνθρωπος υπό αναστολή. Και γι’ αυτό η πρόθεση της «προσωρινής αναστολής ισχύος» της ΕΣΔΑ στην Τουρκία είναι η πιο ανησυχητική εξέλιξη.
Σε αυτή τη διαδικασία, η επίκληση του Λαού παρέχει την καταρχήν τέλεια νομιμοποίηση για μέτρα «έκτακτα και προσωρινά», γρήγορα όμως άπαντες μετατρέπονται σε εν δυνάμει «εσωτερικό εχθρό», μέσα σε ένα κλίμα γενικής καχυποψίας. Αμφότεροι Ερντογάν και Κρέων θεώρησαν το αποτυχημένο πραξικόπημα «θείο δώρο». Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο Κρέοντας αρχικά με το διάγγελμα του αμέσως μετά την Πάροδο αναλαμβάνει τον ρόλο του εκφραστή της πόλεως, στη συνέχεια όμως φτάνει να αναρωτιέται «Η πόλη θα μας πει τι θα διατάζουμε;» και «Δεν είναι η πόλη εκείνου που κυβερνάει;». Ο Ερντογάν στο δικό του διάγγελμα χρησιμοποίησε πολλάκις τη φράση «ο Λαός μου». Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την κατάληξη και την Αισχύλεια μοίρα του. Άλλωστε, όπως τραγουδά ο Χορός ως συλλογικό ασυνείδητο, φωτίζοντας την ουσία της υπόθεσής μας, «πολλά είναι τα παράδοξα μα τίποτα πιο θαυμαστό απ' τον άνθρωπο…Όλα τα καταφέρνει, έξω από ένα: Να ιδεί το μέλλον». Κι επειδή όπως λέει ο οργισμένος Αίμων «δεν υπάρχει χώρα καμιά που να 'ναι ενός ανθρώπου», η λύση θα κριθεί από την απάντηση στο Αίνιγμα του Αυτοπεριορισμού.
Η λύση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να βρεθεί μια κι έξω, στον απλοϊκό άξονα μεταξύ «καλού» και «κακού» που υιοθετείται σε μεταγενέστερες διασκευές της Αντιγόνης για λόγους κυρίως εμψυχωτικούς. Ο Σοφοκλής λέει στον Δήμο των Αθηναίων: ακόμα κι όταν έχουμε δίκιο, μπορεί να έχουμε άδικο, δεν υπάρχει πάντοτε έσχατος λογικός λόγος. Όπως μοναδικά αναδεικνύει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Κρέων έχει άδικο, παρόλο που νομιναλιστικά έχει δίκιο, γιατί επιμένει στο «μόνος φρονεῖν»-δεν βρίσκεται μέσα στο «ίσον φρονεῖν» και ως μονήρης δεν θέλει και δεν είναι ικανός να ακούσει τους λόγους των άλλων. Η ύβρις του είναι ότι δεν καταφέρνει να συνυφάνει. «Η Αντιγόνη είναι – όπως και ο Επιτάφιος – μια κορυφή της Δημοκρατικής πολιτικής σκέψης και στάσης, που αποκλείει και καταδικάζει το μόνος φρονεῖν, που αναγνωρίζει την έμφυτη ύβρη των ανθρώπων και απαντά σ’ αυτήν με την φρόνηση. Κι έτσι αντιμετωπίζει το έσχατο πρόβλημα του αυτόνομου ανθρώπου – και του ατόμου και της πολιτικής κοινότητας – το πρόβλημα του αυτοπεριορισμού». (Καστοριάδης, «Αισχύλεια ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου», 2001)
Σε πολιτικό επίπεδο, η μόνη δημοκρατική εγγύηση ατομικού και συλλογικού αυτοπεριορισμού είναι η Δικαιοσύνη, η οποία οφείλει να είναι ανεξάρτητη και αμερόληπτη. Μόνο έτσι μπορεί να διατηρηθεί η στοιχειώδης κοινωνική συνοχή και μετριοπάθεια. Φωτεινό παράδειγμα η διαχείριση της πτώσης των Τριάκοντα Τυράννων από τους Δημοκρατικούς της Αθήνας το 403 π.χ. Όπως διαπιστώνει ο Αμερικανός ιστορικός Donald Kagan, οργισμένοι με τις ωμότητες των Τριάκοντα, πολλοί πολίτες ήθελαν τη σύλληψη και την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων και των συνεργατών τους. Αυτό θα σήμαινε δίκες, εκτελέσεις και εξορίες. Η Αθήνα θα διαλυόταν από τους εμφύλιους σπαραγμούς που είχαν καταστρέψει τη δημοκρατία σε τόσες άλλες ελληνικές πόλεις. Αντ’ αυτού, ο νικητής στρατηγός Θρασύβουλος ενώθηκε με άλλους μετριοπαθείς προκειμένου να επιβάλει μια αμνηστία, η οποία προστάτεψε τους πάντες εκτός από ελάχιστους εγκληματίες του χειρίστου είδους. Η άρτι αποκατεστημένη δημοκρατία τήρησε πιστά μια συνετή και συγκρατημένη πολιτική, γεγονός που αργότερα απέσπασε τους θερμούς επαίνους του Αριστοτέλη: «Η αντίδραση των [Αθηναίων δημοκρατικών] απέναντι στα δεινά του παρελθόντος, τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα, φαίνεται πως ήταν η πιο έξοχη πολιτική στάση που επέδειξε ποτέ ένας λαός». Η μετριοπάθεια των δημοκρατικών του 403 π.χ. ανταμείφθηκε με επιτυχή συμφιλίωση των τάξεων και των παρατάξεων, η οποία επέτρεψε στην Αθηναϊκή Δημοκρατία να ευημερήσει χωρίς εμφυλίους πολέμους ή πραξικοπήματα σχεδόν μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα. Αντίστοιχα σύγχρονα παραδείγματα αποτελούν η υποδειγματική διεξαγωγή των δικών της Νυρεμβέργης το 1945-46 για τα εγκλήματα πολέμου του ναζισμού, που συνιστά το θεμέλιο του σύγχρονου νομικού μας πολιτισμού, καθώς και η δίκη των Πρωταιτίων της Χούντας το 1975.
Θυμάμαι τον σπουδαίο φιλόλογο και δάσκαλό μου Γιάννη Καρτέρη να διηγείται πως εκείνη την Πέμπτη της 25ης Ιουλίου του 1974, μια μέρα μετά την πτώση της Χούντας και την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, επικρατούσε ένα εκστατικό κλίμα στο Κολλέγιο Αθηνών κι όλοι λέγανε «για το πικρό τέλος που θα είχαν οι Χουνταίοι». Τότε ο καθηγητής των Αρχαίων άλλαξε αιφνιδίως την ύλη και τους παρέδωσε ως «άγνωστο» ένα απόσπασμα από τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, όπου ο Θρασύβουλος απευθύνεται στον διψασμένο για αίμα Δήμο και με πνεύμα σύνεσης εξηγεί ότι η ανωτερότητα της Δημοκρατίας στηρίζεται στη δύναμη της αυτοσυγκράτησης και την επικράτηση του δικαίου έναντι της τυφλής βίας. Οι ενθουσιώδεις μαθητές πήραν τότε το σημαντικότερο μάθημά τους. Τελικά, ο σεβασμός του Κράτους Δικαίου παρά την κοινωνική οργή και η αποτροπή ενός πνεύματος γενικής αντεκδίκησης και ρεβανσισμού είναι αυτό που σφράγισε τον δημοκρατικό χαρακτήρα της Μεταπολίτευσης, σταθεροποίησε το πολιτικό σύστημα και αποκατέστησε το διεθνές κύρος της Ελλάδας.
Για την
ανάγκη αυτής της μετριοπάθειας προειδοποιεί έγκαιρα ο Αίμων, χωρίς να εισακουστεί: «Έτσι
και το καράβι μέσα στους ανέμους/Άμα δεν λασκάρεις τα πανιά, τουμπάρει/ κι
αναγκάζεσαι να σταματήσεις το ταξίδι σου/ νικημένος από τα κύματα. Σκέψου
λοιπόν και δώσε τόπο στην οργή».
Ο Κρέων
επιμένει από εξουσιαστική εμπάθεια να θάψει την Αντιγόνη ζωντανή, παρά τα σημάδια για την επικείμενη
συμφορά του. «Πάρτε την αμέσως από εδώ! Χτίστε την μεσ' σε βαθύ λάκκο κι
άστε την, μονάχη κι έρμη, είτε για να πεθάνει, είτε να ζήσει σ' αυτό το σπιτικό
της», φωνάζει αλαζονικά. Η άρνηση της ταφής αποκαλύπτει συμβολικά έναν
άνθρωπο τυραννικής νοοτροπίας. Και αναδύει το πιο ισχυρό ζεύγος αντιθέσεων: τη
Ζωή και τον Θάνατο. Την διάδραση ανάμεσα στους νεκρούς που περιφέρονται ως
ζωντανοί και στους ζωντανούς που λογαριάζονται και δρουν σα ζωντανοί-νεκροί. Η Τουρκική
Δημοκρατία δεν ανατράπηκε ευτυχώς από τους επίδοξους πραξικοπηματίες. Οδεύει
όμως πληγωμένη αλλά ακόμα ζωντανή προς την απόλυτη απομόνωση ενός υγρού,
υπόγειου τάφου. Εκεί που η πολιτειακή ζωή συνεχίζεται μονάχα για να οδηγήσει σε
έναν αργό αλλά σταθερό θάνατο των ελευθεριών και των δικαιωμάτων. Σε ένα
καθεστώς τύποις δημοκρατικό με έναν εκλεγμένο Άρχοντα που θα ασκεί ανενόχλητος
την αυταρχική εξουσία του. Στον ενταφιασμό της Δημοκρατίας εν ζωή.
Ο Χορός
προειδοποιεί και πάλι: «Στο μέλλον, στο παρόν, στο παρελθόν, ένας νόμος
υπάρχει: Δε γίνεται κανένας άνθρωπος να κρατηθεί έξω απ' τη συμφορά για πάντα.
Γιατί η ελπίδα πλανεύει.»
Στον
Νιτσεϊκό σύμπαν η συμφορά αναδεικνύεται σε Μητέρα του Είναι. Ο κόσμος μας λίγες φορές υπήρξε πιο
εύθραυστος. Πιθανή Τουρκική συμφορά θα συμπαρασύρει όλη την περιοχή, με
καταλυτικές συνέπειες και για την Ελλάδα. Οι δηλώσεις και η έκφραση ανησυχίας
δεν αρκούν. Απαιτείται άμεσα διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής και ανάληψη δράσης
σε όλα τα επίπεδα πριν την εμφάνιση του Τειρεσία επί σκηνής.
Γιατί «πολλῷ
το φρονεῖν εὐδαιμονίας πρῶτον υπάρχει….Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν
ὑπεραύχων ἀποτίσαντες».
*Στη μνήμη του Δασκάλου μου Γιάννη Καρτέρη
O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι: Νικηφόρος Λύτρας (1832 –1904) Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη
Ο Αλέξανδρος Καρύδης είναι Δικηγόρος Αθηνών, διαπιστευμένος
Διαμεσολαβητής και μέλος του Συνδέσμου Ελλήνων Εμπορικολόγων. Σπούδασε στη
Νομική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε στo Λονδίνο και τις Βρυξέλλες, με εμπειρία
στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Προεδρίας του
Συμβουλίου της ΕΕ. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος από το Πανεπιστήμιο
του London School of Economics and Political
Science (LSE), με ειδίκευση στο Εταιρικό και Εμπορικό Δίκαιο (LLM).
Ο Αλέξανδρος είναι Εθνικός Συντονιστής των PES Activists Greece και Νομικός
Σύμβουλος του ΔΣ του Συλλόγου Αποφοίτων LSE.