Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2015

Τι πρέπει να κάνουμε για την ανισότητα; (του Ricardo Hausmann)

Η ανισότητα είναι αποτέλεσμα πολλών διαφορετικών φαινομένων. Μερικά από αυτά θα πρέπει να αποτελούν πηγή ενδιαφέροντος πολιτικής, ενώ άλλα όχι. Κύριο πρόβλημά μου είναι η ανισότητα που προκύπτει από τις διαφορές στην παραγωγικότητα, δηλαδή διαφορές στην παραγωγικότητα μεταξύ των περιφερειών, μεταξύ των πόλεων, εντός των πόλεων και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές στο εισόδημα μεταξύ των χωρών του κόσμου: Οι πλουσιότερες χώρες είναι κατά κεφαλήν 200-300 φορές πιο πλούσιες από ό,τι οι φτωχότερες χώρες. Αυτή είναι η ανισότητα σε παγκόσμια κλίμακα.

Αυτό προκαλείται κυρίως από τις διαφορές στην παραγωγικότητα. Δεν είναι επειδή υπάρχει μια παγκόσμια πίτα και δεν είναι ισομερώς κατανεμημένη μεταξύ των πλούσιων χωρών και των φτωχών χωρών. Αυτές οι χώρες είναι απλά ανεξάρτητες μεταξύ τους πίτες ριζικά διαφορετικού μεγέθους. Σε παγκόσμιο επίπεδο, το μεγαλύτερο μέρος της ανισότητας μεταξύ των χωρών είναι η ανισότητα στην παραγωγικότητα.

Η έρευνά μας έχει αποκαλύψει ότι στον αναπτυσσόμενο κόσμο, υπάρχουν τεράστιες διαφορές στην παραγωγικότητα στο εσωτερικό των χωρών, μεταξύ των διαφόρων περιφερειών τους. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, η πλουσιότερη πολιτεία, η οποία είναι πιθανώς το Κονέκτικατ, είναι περίπου δύο φορές πιο πλούσια από το φτωχότερο κράτος, το οποίο είναι ή το Μισισίπι ή η Δυτική Βιρτζίνια. Στο Μεξικό, το Τσιάπας είναι εννέα φορές πλουσιότερο του Νουέβο Λεόν. Παρόμοιες διαφορές υπάρχουν μεταξύ των πολιτειών της Ινδίας, Μπιχάρ και Γκόα, ή μεταξύ των πόλεων της, Πάτνα και Μπανγκαλόρ. Αυτές οι διαφορές στο εισόδημα είναι κυρίως διαφορές στην παραγωγικότητα. Δεν είναι το αποτέλεσμα του τι μερίδιο της πίτας πηγαίνει στο κεφάλαιο και τι στην εργασία. Είναι οι διαφορές στα μεγέθη της πίτας.

Έτσι, υπάρχουν αυτές οι τεράστιες διαφορές στην παραγωγικότητα που κάνουν τα παραγωγικά μέρη πλούσια και τα μη παραγωγικά φτωχά. Οι φτωχοί άνθρωποι δεν αξιοποιούνται. Εξαιρούνται από τις δραστηριότητες της υψηλότερης παραγωγικότητας. Δεν είναι ότι οι καπιταλιστές τους παίρνουν ένα πολύ μεγάλο μερίδιο από αυτό που παράγουν. Είναι απλά ότι εξ αρχής παράγουν πολύ λίγο.

Πολλοί από εκείνους που ανησυχούν για την ανισότητα κατηγορούν τον καπιταλισμό γι αυτό. Ακόμα και ο Πάπας Φραγκίσκος έχει καλύψει το θέμα κατά αυτόν τον τρόπο. Τώρα, ας ορίσουμε τον καπιταλισμό με τον τρόπο που το έκανε κι ο Καρλ Μαρξ. Είναι ένας τρόπος παραγωγής όπου κάποιοι άνθρωποι κατέχουν τα μέσα παραγωγής και άλλοι εργάζονται ως μισθωτοί για αυτούς. Αλλά αν ισχύει αυτό, ο καπιταλισμός προσλαμβάνει 8 στους 9 εργαζομένους στις ΗΠΑ, 2 στους 3 σε Νουέβο Λεόν, 1 στους 7 στην Τσιάπας και 1 στους 19 στην Ινδία. Τα μέρη όπου το περισσότερο από το εργατικό δυναμικό δουλεύει για καπιταλιστικές εταιρείες είναι πιο πλούσια, διότι οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις επιτρέπουν πολύ υψηλότερη παραγωγικότητα.


Τα φτωχά μέρη χαρακτηρίζονται από την απουσία καπιταλιστικών επιχειρήσεων και από την αυτοαπασχόληση Την απασχόληση δηλαδή μικρών σε οικονομικό μέγεθος αγροτών ή αγροκτηματιών και ιδιοκτητών μικρών καταστημάτων. Σε αυτές τις παραγωγικές ρυθμίσεις, δεν υπάρχουν μισθοί, δεν υπάρχει καμία εργασιακή σχέση. Δεν υπάρχουν συντάξεις. Δεν υπάρχει καμία ασφάλιση ανεργίας. Τα στολίδια της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας δεν υπάρχουν.

Ενώ ο Μαρξ πίστευε ότι ο καπιταλισμός, ως μια μορφή οργάνωσης της παραγωγής, θα καταλάβει τον κόσμο, είναι οι φτωχές χώρες και περιοχές που χαρακτηρίζονται από την απουσία του καπιταλισμού, της καπιταλιστικής μορφές παραγωγής.

Έτσι, το ερώτημα που πρέπει να θέσουμε είναι γιατί ο καπιταλισμός δεν επέτυχε σε αυτές τις περιοχές, αφήνοντας τεράστιες διαφορές στην παραγωγικότητα μεταξύ των τόπων όπου πέτυχε και τους τόπους όπου δεν πέτυχε. Η απάντηση που έχουμε βρει είναι ότι η σύγχρονη καπιταλιστική παραγωγή προϋποθέτει την ταυτόχρονη πρόσβαση σε πολλές διαφορετικές εισροές διοχέτευσης πόρων.

Για παράδειγμα, ας ρίξουμε μια ματιά στο Harvard Kennedy School. Για να λειτουργήσει, χρειάζεται ηλεκτρικό ρεύμα και πρόσβαση στο Internet. Χρειάζεται ένα αστικό σύστημα μεταφοράς για να είναι σε θέση να πάνε στη δουλειά οι διαφόρων ειδικοτήτων εργαζόμενοι σε αυτό. Χρειάζεται τη δυνατότητα να προσλάβει διδακτικό προσωπικό με πολύ διαφορετικά ταλέντα, έτσι ώστε να παράγουν ό,τι παράγουμε στη σχολή. Η έλλειψη οποιασδήποτε από αυτές τις εισροές θα έχει καταστροφικές συνέπειες. Την ημέρα τα φώτα θα σβήσουν, το σχολείο δεν θα μπορεί να λειτουργήσει. Τη μέρα που το Διαδίκτυο θα βγει εκτός, η παραγωγικότητά μας θα υποφέρει: Οι μαθητές δεν θα ξέρουν τι να διαβάσουν και για ποιους μαθήματα, ποια γεγονότα να παρακολουθήσουν, και δεν θα είναι σε θέση να κάνουν οποιαδήποτε έρευνα.

Έτσι, η πρόσβαση σε όλες αυτές τις εισροές είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει η παραγωγικότητα. Η απουσία οποιασδήποτε από αυτές τις εισροές έχει καταστροφικές συνέπειες. Έτσι, αυτό το χαρακτηριστικό της σύγχρονης παραγωγής σημαίνει ότι για να είναι παραγωγικά τα διάφορα, πρέπει να έχουν τα πάντα.

Οι προϋποθέσεις για υψηλή παραγωγικότητα είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθούν παντού, αλλά πολύ πιο εύκολο να επιτευχθούν σε λίγα μέρη. Έτσι, οι κυβερνήσεις βρίσκονται αντιμέτωπες με το δίλημμα μεταξύ του να συγκεντρώνουν όλες τις εισροές πόρων σε μερικά σημεία, και στη συνέχεια να πάρουν τα οφέλη αυτής της συγκέντρωσης, χρησιμοποιώντας για να άρουν την ανισότητα μεταξύ των περιοχών αυτών και της υπόλοιπης χώρας, ή του να προσπαθούν να είναι πολύ δημοκρατικοί όσον αφορά στην κατανομή των διαθέσιμων πόρων, ας πούμε, ηλεκτρική ενέργεια σε κάποιους τόπους, δρόμους σε άλλους τόπους και πρόσβαση στο διαδίκτυο σε ορισμένες άλλες περιοχές. Στη συνέχεια, κανένα μέρος δεν τα έχει όλα και αν δεν υπάρχει μέρος που να έχει τα πάντα, η σύγχρονη παραγωγή καθίσταται αδύνατη παντού.

Νομίζω ότι η βαθιά αιτία για αυτό το δίλημμα, είναι η παρουσία αυξανομένων αποδόσεων στις εισροές πόρων. Τι εννοούμε με αυτό; Απλά ότι η διάρθρωση του κόστους των εισροών συνεπάγεται κάποιο σταθερό κόστος και στη συνέχεια κάποια μεταβλητά κόστη. Σκεφτείτε κάθε φορά που συνδέετε ένα σπίτι με το δίκτυο ύδρευσης, το δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας, στο δίκτυο των αστικών συγκοινωνιών, το οδικό δίκτυο, το δίκτυο εκπαιδευτικό σύστημα, την αγορά εργασίας, ή το τραπεζικό σύστημα. Όλα αυτά απαιτούν κάποιον να πληρώσει ένα σταθερό κόστος της σύνδεσης. Το πάγιο κόστος μπορεί να είναι το σύρμα από χαλκό ή τους σωλήνες ή το δρόμο που ενώνεται το σπίτι σας σε αυτά τα δίκτυα, το λεωφορείο της γραμμής που περνά από το σπίτι σας, η δυνατότητα πρόσβασης σε μια αγορά εργασίας ώστε να μπορείτε να πάτε στη δουλειά σας και να γυρίσετε πίσω στο σπίτι το βράδυ. Αυτά τα σταθερά κόστη είναι ανεξάρτητα από το αν ένα νοικοκυριό πρόκειται να καταναλώσει 100 κιλοβάτ, 1000 κιλοβάτ, ή 5000 κιλοβάτ της ηλεκτρικής ενέργειας, ή αν πρόκειται να καταναλώσει 10 λίτρα νερό, 50 λίτρα ή 1000 λίτρα νερού.

Στη συνέχεια, υπάρχει ένα μεταβλητό κόστος. Αυτό εξαρτάται από το πόσα κιλοβάτ θα καταναλωθούν ή πόσο νερό καταναλώνεται. Αλλά πρώτα θα πρέπει συνδέσουμε το καλώδιο ή τους σωλήνες ή να φτιάξουμε το δρόμο.

Αυτά τα σταθερά κόστη δημιουργούν αυξανόμενες αποδόσεις επειδή όσο περισσότερο θα καταναλώσει κάποιος, τόσο φθηνότερο θα είναι το συνολικό κόστος ανά μονάδα. Το να πληρωθούν αυτά τα σταθερά κόστη είναι πονοκέφαλος γιατί αν κάποιος αναμένεται να είναι φτωχός, κανείς δεν θέλει να του ανοίξει έναν τραπεζικό λογαριασμό, επειδή το σταθερό κόστος για το άνοιγμα του τραπεζικού λογαριασμού, δεν πρόκειται να καλυφθεί μέσα από τα λίγα χρήματα ή τις λίγες συναλλαγές που ένα φτωχό άτομο πρόκειται να κάνει. Έτσι, οι τράπεζες αποφασίζουν να μην περιλαμβάνουν τους φτωχούς στο σχεδιασμό τους. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες υπηρεσίες: Αν πρόκειται να καταναλώσετε πολύ λίγα κιλοβάτ ή κιλομπάιτ, δεν συμφέρει να συνδεθείτε και αν ο αναμενόμενος μισθός σας είναι χαμηλός σε σχέση με μια διαδρομή του λεωφορείου, δεν συμφέρει να πάτε με συγκοινωνία στην εργασία σας. Κατά συνέπεια, αυτό δημιουργεί μια παγίδα στην οποία δεν συνδέουν τους ανθρώπους επειδή είναι φτωχοί, και επειδή δεν είναι συνδεδεμένοι, είναι αντιπαραγωγικοί και ως εκ τούτου φτωχοί.

Αυτό είναι ένα θεμελιώδες δίλημμα που πρέπει να αντιμετωπιστεί, αν θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της ανισότητας και νομίζω ότι είναι ένα θέμα που δεν έχει επαρκώς τονιστεί.

Υπάρχουν δύο κατηγορίες λύσεων για το πρόβλημα αυτό. Η πρώτη είναι ότι ορισμένες τεχνολογικές καινοτομίες θα μπορούσαν να μειώσουν αυτά τα πάγια έξοδα και εάν το σταθερό κόστος μειώνεται, περισσότεροι άνθρωποι μπορούν να συμπεριληφθούν. Για παράδειγμα, στην Ινδία σήμερα, η διείσδυση του κινητού τηλέφωνου είναι πάνω από 80%. Στο σταθερό η διείσδυση είναι αντιθέτως 2%. Γιατί να συμβαίνει αυτό; Όχι επειδή τα σταθερά είναι πιο πρόσφατη τεχνολογία που δεν είχε το χρόνο να διαχυθεί. Είναι επειδή το σταθερό κόστος σύνδεσης ενός σπιτιού στο δίκτυο σταθερής τηλεφωνίας είναι πολύ υψηλότερο από το σταθερό κόστος αγοράς ενός κινητού τηλεφώνου. Ως εκ τούτου, η τεχνολογία “κινητό τηλέφωνο” διαχέεται με την ταχύτητα του φωτός, ενώ τα σταθερά δεν είναι διαδεδομένα. Στην πραγματικότητα, τα κινητά τηλέφωνα έχουν μεγαλύτερη διείσδυση από το δίκτυο ύδρευσης, το οποίο καλύπτει λιγότερο από το 50% του πληθυσμού. Έτσι οι τεχνολογίες διαχέονται όταν το πάγιο κόστος είναι χαμηλό και αν μπορούν να εφευρεθούν τεχνολογίες που θα μειώνουν αυτές τις πάγιες δαπάνες, διευκολύνεται η διάχυση.

Η μείωση του σταθερού κόστους ήταν επίσης η ιδέα πίσω από το μικροδανεισμό. Οι παραδοσιακές τράπεζες δεν δίνουν μικρά δάνεια, διότι το σταθερό κόστος της επεξεργασίας τους είναι πολύ υψηλό και θα απαιτήσει δυσβάσταχτα επιτόκια. Έτσι, αποκλείουν τους πελάτες που θα χρειαζόντουσαν ένα μικρό δάνειο, κυρίως τους φτωχούς. Οι καινοτομίες στον τομέα των μικροδανείων είναι όλες σχετικές με τη μείωση του εν λόγω πάγιου κόστους δανεισμού, μέσω ιδεών όπως ο ομαδικός δανεισμός. Το mobile banking θα μπορούσε να μας επιτρέψει να μειώσουμε κι άλλο αυτές τις πάγιες δαπάνες.

Η εναλλακτική λύση για μια τεχνολογική λύση είναι να έχουμε μια πολιτική που μοιράζει το σταθερό κόστος. Ένα καλό παράδειγμα προέρχεται από τις ΗΠΑ. Το Ηπειρωτικό Κονγκρέσσο το 1775, ένα χρόνο πριν από την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, αποφάσισε να δημιουργήσει ένα ταχυδρομείο των ΗΠΑ. Αποφάσισαν να βάλουν ένα ταχυδρομείο σε κάθε ενσωματωμένη πόλη στις ΗΠΑ. Το ταχυδρομικό σύστημα ήταν το Διαδίκτυο της εποχής του. Αποφάσισαν να πληρώσουν συλλογικά για το εν λόγω σύστημα και να έχουν μια ελάχιστη χρέωση, έτσι ώστε κάθε τόπος στο εσωτερικό της χώρας θα μπορούσε να επικοινωνεί με οποιονδήποτε άλλο τόπο στο εσωτερικό της. Αυτό είναι ένα παράδειγμα διαμοιρασμού του σταθερού κόστους. Εάν δεν είχε σχεδιαστεί με αυτόν τον τρόπο, οι μικρές ή φτωχές περιοχές θα είχαν αποκλειστεί και όλοι οι άλλοι θα είχαν χάσει την ευκαιρία να επικοινωνήσουν μαζί τους. Μπορούμε να παραφράσουμε την πολιτική ως λέγοντας: “Θέλουμε ένα δίκτυο όπου όλοι είναι συνδεδεμένο και θα χρησιμοποιήσουμε την πολιτική για να σιγουρέψουμε ότι αυτό θα γίνει”

Έτσι, η πολιτική μπορεί να είναι πολύ σημαντική για τον καθορισμό της οικουμενικότητας της πρόσβασης σε ορισμένες εισροές. Νομίζω ότι είναι πολύ σημαντικό να έχουμε μια σοβαρή συζήτηση για το ποιές είναι αυτές οι εισροές που πρέπει να προσπελαστούν καθολικά και ποιά είναι η λογική στρατηγική για να φτάσουμε εκεί.

πηγή: growthlab.cid.harvard.edu  σε απόδοση στα Ελληνικά από εμένα

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Η επικίνδυνη πολυπολιτισμικότητα της Ευρώπης- Γιατί η ήπειρος αποτυγχάνει στις Μειονοτικές Ομάδες (Του Κενάν Μαλίκ)



Τι είναι αυτό που προσελκύει χιλιάδες νέους Ευρωπαίους στον τζιχαντισμό και τη βία; Τι είναι αυτό που  έκανε 4.000 ανθρώπους να ταξιδέψουν στη Συρία και να αγωνιστούν για το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (ISIS); Και τι είναι αυτό που οδηγεί τους Ευρωπαίους πολίτες να συμμετάσχουν στην βάρβαρη σφαγή, σαν αυτή που παρακολουθήσαμε τον περασμένο μήνα στο Παρίσι;

Η συμβατική απάντηση είναι ότι έχουν "ριζοσπαστικοποιηθεί", μια διαδικασία μέσω της οποίας οι ευάλωτοι Μουσουλμάνοι προετοιμάζονται για την εξτρεμιστική βία από εκείνους που προασπίζονται το μίσος. Το επιχείρημα της «ριζοσπαστικοποίησης» αναλύεται σε τέσσερα στοιχεία. Το πρώτο είναι ο ισχυρισμός ότι οι άνθρωποι γίνονται τρομοκράτες, επειδή, συνήθως από θρησκευτικές πηγές, αποκτούν ορισμένες εξτρεμιστικές ιδέες. Το δεύτερο είναι ότι οι ιδέες αυτές αποκτώνται με διαφορετικό τρόπο από αυτόν με τον οποίο οι άνθρωποι αποκτούν άλλες εξτρεμιστικές ή αντιθετικές ιδέες. Το τρίτο είναι ότι υπάρχει ένας ιμάντας μεταφοράς που οδηγεί από τη σχέση «παράπονο – θρησκευτικότητα» στη σχέση «υιοθέτηση ριζοσπαστικών πεποιθήσεων – τρομοκρατία». Και το τέταρτο είναι η επιμονή ότι αυτό που κάνει τους ανθρώπους ευάλωτους στην απόκτηση τέτοιων ιδεών είναι ότι είναι προβληματικά ενταγμένοι στην κοινωνία.

Το θέμα είναι ότι αυτές οι υποθέσεις, που κρύβονται πίσω από τις περισσότερες  αντιτρομοκρατικές πολιτικές κάθε χώρας στην Ευρώπη, είναι λάθος.

Πολλές μελέτες δείχνουν, για παράδειγμα, ότι εκείνοι που έχουν παρασυρθεί σε ομάδες τζιχαντιστών δεν προσελκύονται απαραίτητα από φονταμενταλιστικές θρησκευτικές ιδέες. Μια μελέτη του 2008 από την Βρετανική MI5 σχετικά με τον εξτρεμισμό, που διέρρευσε στον Τύπο, παρατηρούσε ότι «αντί να είναι μάλιστα φανατικοί θρησκευόμενοι, ένας μεγάλος αριθμός των ατόμων που εμπλέκονται σε τρομοκρατικές ενέργειες δεν ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα σε τακτική βάση."

Υπάρχουν επίσης λίγες ενδείξεις ότι οι τζιχαντιστές αποκτούν τις ιδέες τους διαφορετικά από τα άλλα είδη ομάδων, ακόμη και αν ο μέσος νους θεωρεί πως η ιδεολογία τους προέρχεται από τους κήρυκες του μίσους και τα παρόμοια, τη στιγμή που οι άλλες ριζοσπαστικές ιδέες γεννιούνται κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Ο Jamie Bartlett, επικεφαλής του προγράμματος «Βία και εξτρεμισμός» στο Βρετανικό
think tank «Δήμος», υποστηρίζει ότι μια τέτοιου είδους τρομοκρατία  «μοιράζεται πολλά κοινά με άλλες, ανατρεπτικές ομάδες αντικουλτούρας κυρίως οργισμένων νέων».

Ούτε υπάρχει απόδειξη μιας ευθείας διαδρομής που οδηγεί τους ανθρώπους από τις ριζοσπαστικές ιδέες στη τζιχαντιστική βία. Μια Βρετανική κυβερνητική έκθεση του 2010 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η θεωρία του «ιμάντα μεταφοράς» φαίνεται, και να παρερμηνεύει τη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης, και να δίνει υπερβολική σημασία στους ιδεολογικούς παράγοντες.

Και τέλος, υπάρχουν πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι όσοι ακολουθούν τζιχαντιστικές  ομάδες είναι κάθε άλλο παρά προβληματικά ενταγμένοι, τουλάχιστον με τη συμβατική έννοια της ένταξης. Μια έρευνα για τους Βρετανούς τζιχαντιστές από ερευνητές στο Queen Mary College του Λονδίνου διαπίστωσαν ότι η υποστήριξη του τζιχάντ είναι άσχετη με την κοινωνική ανισότητα ή την κακή εκπαίδευση. Μάλλον, όσοι εντάχθηκαν σε ομάδες τζιχαντιστών ήταν ηλικίας 18 έως 20 ετών από πλούσιες οικογένειες που μιλούσαν αγγλικά στο σπίτι και πολλές φορές είχαν τελειώσει ένα καλό πανεπιστήμιο. Στην πραγματικότητα, «η νεότητα, ο πλούτος, και η συμμετοχή στην εκπαίδευση», όπως η μελέτη το έθεσε, «ήταν παράγοντες κινδύνου.»

Κατά μία έννοια, το επιχείρημα της ριζοσπαστικοποίησης εξετάζει την πορεία των τζιχαντιστών από πίσω προς τα εμπρός. Ξεκινά με τους τζιχαντιστές όταν βρίσκονται στο τέλος της διαδρομής, εξοργισμένοι με τη Δύση, και με μια άποψη άσπρου – μαύρου για το Ισλάμ, και υποθέτει ότι αυτοί είναι οι λόγοι που τους έκαναν έτσι. Αυτό που τραβάει τους νέους (και η πλειοψηφία των επίδοξων τζιχαντιστών είναι στην εφηβεία ή στα είκοσι και) προς τη τζιχαντιστική βία είναι μια αναζήτηση για κάτι πολύ λιγότερο ανιχνεύσιμο: για την ταυτότητα, για το νόημα, για να ανήκουν κάπου, για τον  σεβασμό. Στο βαθμό που είναι αποξενωμένοι, δεν είναι επειδή οι επίδοξοι τζιχαντιστές είναι ανεπαρκώς ενταγμένοι στην κοινωνία, με την έννοια ότι δεν μιλούν την τοπική γλώσσα ή αγνοούν τα τοπικά έθιμα ή με μικρή αλληλεπίδραση με τους άλλους στην κοινωνία. Η δική τους είναι μια πολύ πιο υπαρξιακή μορφή της αλλοτρίωσης.

Οργισμένα νειάτα

Δεν υπάρχει βέβαια τίποτα καινούριο στις εκφράσεις της αλλοτρίωσης και της αγωνίας. Η νεανική αναζήτηση ταυτότητας και νοήματος είναι κλισέ. Αυτό που διαφέρει σήμερα είναι το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο συντελείται η αλλοτρίωση και η αναζήτηση. Ζούμε σε μια εποχή αυξανόμενης κοινωνικής αποσύνθεσης, στην οποία πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ιδιαζόντως αποδεσμευμένοι από τους επικρατούντες κοινωνικούς θεσμούς.

Το πραγματικό σημείο εκκίνησης για την κατασκευή ενός ντόπιου τζιχαντιστή δεν είναι η ριζοσπαστικοποίηση, αλλά αυτό το είδος της κοινωνικής αποσύνδεσης, μια αίσθηση αποξένωσης και δυσαρέσκειας από τη Δυτική κοινωνία. Επειδή έχουν ήδη απορρίψει mainstream κουλτούρα, τις ιδέες, και τους κανόνες είναι που στρέφει κάποιους Μουσουλμάνοι στην αναζήτηση για μια εναλλακτική θεώρηση του κόσμου. Δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί υποψήφιοι τζιχαντιστές είναι είτε εξισλαμισθέντες, είτε Μουσουλμάνοι οι οποίοι ανακάλυψαν την πίστη τους σχετικά πρόσφατα. Και στις δύο περιπτώσεις, η απογοήτευση για ότι άλλο προσφέρεται τους οδήγησε στο μαύρο και άσπρο ηθικό κώδικα των εξτρεμιστικών ισλαμισμού. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι αν είχαν «προδιάθεση» ή  αν υπέστησαν «κατήχηση", αλλά το ότι χάνουν την εμπιστοσύνη τους στα γενικά πλαίσια ηθικής και ψάχνουν για μια εναλλακτική λύση.
Η «αποσύνδεση» δεν είναι φυσικά, απλά ένα μουσουλμανικό θέμα. Υπάρχει σήμερα ευρεία απογοήτευση από την πολιτική διαδικασία, μια αίσθηση του να είσαι πολιτικά άφωνος, μια απελπισία ότι ούτε τα βασικά πολιτικά κόμματα ούτε οι κοινωνικοί θεσμοί όπως η Εκκλησία ή τα συνδικάτα φαίνεται να κατανοούν τις ανησυχίες και τις ανάγκες τους.

Όλο αυτό αναπόφευκτα διαμορφώνει το πώς οι νέοι, και όχι μόνο αυτοί της μουσουλμανικής καταγωγής, βιώνουν την αποξένωσή τους, και πώς είναι σε θέση να αντιδράσουν σε αυτό. Στο παρελθόν, τέτοια δυσαρέσκεια με την επικρατούσα τάση μπορεί να οδηγούσε τους ανθρώπους, σίγουρα στην Ευρώπη, να συμμετάσχουν σε κινήματα για πολιτική αλλαγή, από ακροαριστερές ομάδες έως τις οργανώσεις του εργατικού κινήματος σε αντιρατσιστικές εκστρατείες. Οι οργανώσεις αυτές έδωσαν στον ιδεαλισμό και την κοινωνική διαμαρτυρία πολιτική μορφή, καθώς και μηχανισμό για τη μετατροπή της δυσαρέσκειας σε κοινωνικές αλλαγές.

Σήμερα, τέτοιου είδους εκστρατείες και οι οργανισμοί μπορούν να φαίνονται εκτός επαφής ως κύρια θεσμικά όργανα. Εν μέρει, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι γενικές ιδεολογικές διαιρέσεις που χαρακτήριζαν την πολιτική για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων διακοσίων χρόνων έχουν όλες απλά διαγραφεί. Οι  διακρίσεις μεταξύ αριστεράς και δεξιάς έχουν γίνει λιγότερο σημαντικές. Η αποδυνάμωση των εργατικών οργανώσεων και των άλλων θεσμικών οργάνων, η μείωση των κολεκτιβιστικών ιδεολογιών, η επέκταση της αγοράς σε πολλές γωνίες και τις σχισμές της ζωής όλων, συνέβαλαν στη δημιουργία μιας πιο κοινωνικά, κατακερματισμένης κοινωνίας.
Με τη σειρά τους, η πολιτική της ταυτότητας έχει γίνει πιο σημαντική. Ο κατακερματισμός ενθάρρυνε τους ανθρώπους να αυτοπροσδιορίζονται σε όλο και πιο στενούς εθνικούς ή πολιτισμικούς όρους. Οι δημόσιες πολιτικές που αποσκοπούν στην ενσωμάτωση των μειονοτήτων έχουν βοηθήσει μόνο να επιδεινωθεί αυτή η διαδικασία. Μετά τις επιθέσεις στο Παρίσι, πολλοί σχολιαστές επέμειναν ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ευθύνης πρέπει να βρίσκονται με τη γαλλική κοινωνική πολιτική «αφομοίωσης» που, όπως ισχυρίζονταν, είχε αποτύχει να ενσωματώσει τους μουσουλμάνους και είχε δημιουργήσει μια πιο διαιρεμένη κοινωνία. Οι κοινωνικές πολιτικές που θα ελάμβαναν περισσότερο υπόψη την πολυμορφία της γαλλικής κοινωνίας, ισχυρίζονταν, θα είχαν υπηρετήσει καλύτερα τη Γαλλία.

Άλλοι απάντησαν ότι δεν είχε νόημα να κατηγορούμε τη Γαλλική κοινωνική πολιτική. Το Βέλγιο, και ειδικότερα η περιοχή των Βρυξελλών, Molenbeek, έχει γίνει ένα φυτώριο για τζιχαντιστές, ακόμη και αν η Βελγική κοινωνική πολιτική είναι πιο πολυπολιτισμική από αφομοιωτική. Ούτε το να δείχνεις με το δάχτυλο τη Γαλλική κοινωνική πολιτική εξηγεί τις ρίζες της ντόπιου τζιχαντισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ήταν στο Λονδίνο που οι πρώτοι βομβιστές αυτοκτονίας της Ευρώπης σκότωσαν 52 ανθρώπους με τις επιθέσεις το 2005 στο σύστημα μεταφορών της πόλης. Τρεις από τους τέσσερις βομβιστές είχαν γεννηθεί στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ο άλλος είχε μεγαλώσει από παιδί εκεί.

Η διαμάχη για την αφομοίωση έναντι της πολυπολιτισμικότητας δεν είναι νέα. Για ένα μεγάλο μέρος των τελευταίων δύο δεκαετιών, Γάλλοι πολιτικοί και υπεύθυνοι  είχαν καταδικάσει τη Βρετανία για την πολυπολιτισμική της προσέγγιση, προειδοποιώντας ότι οι πολιτικές αυτές ήταν διχαστική και αποτύγχαναν να δημιουργήσουν ένα κοινό σύνολο αξιών ή την αίσθηση του έθνους. Ως εκ τούτου, όπως ισχυρίστηκαν, πολλοί μουσουλμάνοι κατέφευγαν στον ισλαμισμό και στη βία. Τώρα, πολλές από τα ίδιες κατηγορίες απευθύνονται προς τη Γαλλική κοινωνική πολιτική.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Και οι δύο πλευρές είναι, σε κάποιο βαθμό, σωστές. Η κοινωνική πολιτική της Γαλλίας είναι προβληματική, και έχει συμβάλει στη δημιουργία μιας πιο διχαστικής κοινωνία. Αλλά, ακόμα κι έτσι, έχουν πολυπολιτισμικές πολιτικές. Εδώ και πολύ καιρό οι πολιτικοί και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μιλάνε για τις διαφορές μεταξύ των δύο προσεγγίσεων, αλλά αγνοούν τις ομοιότητες.

Οι Βρετανοί πολιτικοί διαβλέπουν το έθνος τους ως «την κοινότητα των κοινοτήτων», σύμφωνα με όσα λέει η  σημαντική έκθεση Parekh για την πολυπολιτισμικότητα που δημοσιεύθηκε το 2000. Αλλά με αυτόν τον τρόπο, έτειναν να αντιμετωπίζουν τις μειονοτικές κοινότητες σα να ήταν μια διαφορετική, μοναδική, ομογενής, και αυθεντική ως σύνολο, αποτελούμενη από ανθρώπους που μιλούν με μία φωνή και με ενιαία άποψη για τον πολιτισμό και την πίστη. Με άλλα λόγια, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής δέχθηκαν ότι το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν μια ποικιλόμορφη κοινωνία, αλλά προσπάθησαν να διαχειριστούν αυτή τη διαφορετικότητα, βάζοντας τους ανθρώπους σε εθνοτικά και πολιτισμικά κουτιά, τα οποία στη συνέχεια, χρησίμευσαν για να καθορισθούν οι ανάγκες και τα δικαιώματα των ατόμων μέσα τους. Συχνά αποδέχθηκαν τις πιο συντηρητικές, συχνά θρησκευτικές, εικόνες σαν τις αυθεντικές φωνές των μειονοτικών ομάδων. Αντί να εμπλακούν άμεσα με τις μουσουλμανικές κοινότητες, οι βρετανικές αρχές με αποτελεσματικότητα μεταβίβασαν την ευθύνη στους  επονομαζόμενους «ηγέτες της κοινότητας».

Η συνέπεια ήταν ακόμη μεγαλύτερος κατακερματισμός και μια πιο τοπικιστική άποψη για το Ισλάμ. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι οι περισσότεροι από εκείνους που τους τράβηξε το τζιχάντ είναι το ίδιο αποκομμένοι από τις μουσουλμανικές κοινότητες όσο είναι και από τις δυτικές κοινωνίες. Οι περισσότεροι απεχθάνονται τα ήθη και τα έθιμα των γονέων τους και διαθέτουν λίγο χρόνο για τις ευρύτερα αποδεκτές, και υπό την αιγίδα του κράτους, μορφές του Ισλάμ. Μερικοί οδηγούνται στον ισλαμισμό, ο οποίος φαίνεται να παρέχει μία αίσθηση ταυτότητας που δε βρίσκουν ούτε στο βασικό κορμό της κοινωνίας, ούτε στο ευρύτερα αποδεκτό Ισλάμ. Στους περιθωριο,η δυσαρέσκεια διοχετεύεται στο τζιχάντ. Κατασταλαγμένοι σε ιδέες και αξίες άσπρου - μαύρου, κάποιοι καταλήγουν να διαπράττουν πράξεις τρόμου και να προβάλλουν αυτές τις πράξεις ως μέρος μιας υπαρξιακής πάλης ανάμεσα στο Ισλάμ και τη Δύση.
Η ειρωνεία είναι ότι η Γαλλική κοινωνική πολιτική, οι οποία ξεκινά από ένα πολύ διαφορετικό σημείο, καταλήγει στο να δημιουργεί πολλά από τα ίδια προβλήματα. Η Γαλλία είναι η πατρίδα περίπου πέντε εκατομμυρίων Γάλλων πολιτών βορειοαφρικανικής καταγωγής. Μόλις το 40% θεωρούν τους εαυτούς τους πιστούς μουσουλμάνους, και μόνο ένας στους τέσσερις παρακολουθούν την προσευχή της Παρασκευής. Ωστόσο Γάλλοι πολιτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι τους βλέπουν όλους ως μουσουλμάνους. Πράγματι, οι υπουργοί της κυβέρνησης, ακαδημαϊκοί και δημοσιογράφοι μιλάνε συχνά για τα «πέντε εκατομμύρια μουσουλμάνους» της Γαλλίας.  Η μόδα του να αποκαλούνται οι Βορειοαφρικανοί, «Μουσουλμάνοι» είναι σχετικά πρόσφατη. Στη δεκαετία του 1960 και του 1970 μπορεί να περιγραφόντουσαν beur ή arabe (που σημαίνει κάποιος από τη Βόρεια Αφρική ή την Αραβία, αντίστοιχα), αλλά σπάνια Μουσουλμανοι. Οι μετανάστες της Βόρειας Αφρικής σίγουρα δεν αυτοπροσδιορίζονται ως μουσουλμάνοι. Ήταν κυρίως κοσμικοί, συχνά εχθρικοί προς τη θρησκεία.

Η στροφή προς τη σύνδεση της Βόρειας Αφρικής με το Ισλάμ είναι αποτέλεσμα τόσο της μεγαλύτερης διάρρηξη της γαλλικής πολιτικής κατά τα τελευταία χρόνια όσο και της αυξανόμενης αντίληψης του Ισλάμ ως μια υπαρξιακή απειλή για τη Γαλλικό-δημοκρατικής παράδοση. Οι  Γάλλους πολιτικοί, σαν τους πολιτικούς όλης της Ευρώπης, αντιμετωπίζουν ένα κοινό ολοένα και πιο δύσπιστο και απόμακρο από τους βασικούς κοινωνικούς θεσμούς. Και, σαν τους πολιτικούς στην Ευρώπη, έχουν προσπαθήσει να κατευνάσουν αυτήν την εχθρότητα και την αγανάκτηση με την ενδυνάμωση της έννοιας της κοινής Γαλλικής ταυτότητας. Συχνά εξ αιτίας της δυσκολίας να διατυπώσουν με σαφήνεια τις ιδέες και τις αξίες που χαρακτηρίζουν το έθνος, έχουν αντίθετα καταφύγει στο να προδιορίζουν ποιοι δεν είναι Γάλλοι, αντί του ποιοί είναι. Σε αυτή την περίπτωση, το Ισλάμ είναι το "άλλο" εναντίον του οποίου ορίζεται η γαλλική ταυτότητα.

«Τι είναι αυτό που, στη Γαλλία του σήμερα»,ρωτά ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Karim Miské, «ενώνει τον ευσεβή Αλγερινό συνταξιούχο εργάτη, τον άθεο σαν και μένα Γαλλο-Μαυριτανό σκηνοθέτη, τον τραπεζικό υπάλληλο Φουλάνι Σούφι από το Mantes-la-Jolie, την Βουργουνδή κοινωνική λειτουργό που προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ, και τον αγνωστικιστή νοσοκόμο, ο οποίος ποτέ δεν έχει πατήσει το πόδι του στο σπίτι των παππούδων του στην Oujda; Τι μας ενώνει, αν όχι το γεγονός ότι ζούμε σε μια κοινωνία που μας σκέπτεται ως μουσουλμάνους;»

Κατ 'αρχήν, οι Γαλλικές αρχές απέρριψαν την πολυπολιτισμική προσέγγιση του Ηνωμένου Βασιλείου. Στην πράξη όμως αντιμετωπίζουν τους Βόρειοαφρικανούς μετανάστες και τους απογόνους τους με ένα πολύ «πολυπολιτισμικό» τρόπο, ως μια ενιαία κοινότητα που ζει δίπλα σε μιαν άλλη κοινότητα.

Η ειρωνεία είναι ότι ο Βορειοαφρικανικός πληθυσμός της Γαλλίας είναι κατά κύριο λόγο κοσμικός, ακόμη και οι εν ενεργεία μουσουλμάνοι είναι σχετικά φιλελεύθεροι στις απόψεις τους. Σύμφωνα με μελέτη του 2011 από το Institut Français d'Γνώμη Publique, 68% των γυναικών που τηρούν τη θρησκεία ποτέ δεν φορούν τη μαντίλα. Λιγότερο από το ένα τρίτο των εν ενεργεία μουσουλμάνων θα απαγόρευαν στις κόρες τους παντρευτούν έναν μη -μουσουλμάνο. 81% δέχονται ότι οι γυναίκες θα πρέπει να έχουν ίσα δικαιώματα στο διαζύγιο, το 44% δεν έχει κανένα πρόβλημα με τη συμβίωση, το 38%υποστηρίζει το δικαίωμα στην άμβλωση, και 31% των εγκρίνει το σεξ πριν το γάμο. Η ομοφυλοφιλία είναι το μόνο θέμα για το οποίο υπάρχει μια πλειοψηφική συντηρητική στάση: το 77% των εν ενεργεία μουσουλμάνων την αποδοκιμάζουν.

Πολλοί στην δεύτερη γενιά των Βορειο-αφρικανικών κοινοτήτων είναι, ακριβώς όπως και οι ομόλογοί τους στη Βρετανία ή το Βέλγιο, αποξενωμένοι από την κουλτούρα και τα ήθη των γονέων τους, και από το επικρατούν Ισλάμ, όπως είναι από την ευρύτερη Γαλλική κοινωνία. Και μερικοί, όπως και αλλού στην Ευρώπη, βρίσκουν το δρόμο τους, σε ένα πιο σκοτεινό, πιο έντονο, πιο φυλετικό όραμα του Ισλάμ. Σκεφτείτε για παράδειγμα τον Cherif Kouachi, που ήταν ο εγκέφαλος τη σφαγής του Charlie Hebdo στο Παρίσι τον Ιανουάριο. Ανατράφηκε στο Gennevilliers, ένα βόρειο προάστιο του Παρισιού, με περίπου 10.000 ανθρώπους Βορειοαφρικανικής καταγωγής. Έχει σπάνια παρακολουθήσει τζαμί, και φάνηκε να μην είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενος, αλλά οδηγήθηκε από μια αίσθηση κοινωνικής αποξένωσης. Ανήκε, σύμφωνα με το Mohammed Benalí, πρόεδρο του τοπικού τζαμιού, σε μια «γενιά που αισθάνθηκε αποκλεισμούς, διακρίσεις, και πάνω απ 'όλα, ταπεινώσεις. Μιλούσαν και αισθανόντουσαν Γαλλικά, αλλά θεωρήθηκαν Άραβες. Βρισκόντουσαν σε μια πολιτισμική σύγχυση».

ΔΙΑΛΥΜΕΝΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ

Η ιστορία του Kouachi δε διαφέρει τόσο από εκείνη του Mohammad Sidique Khan, ηγέτη των βομβιστικών επιθέσεων της 7ης Ιουλίου στο Λονδίνο. Ούτε διαφέρει τόσο από την ιστορία του Abdelhamid Abaaoud, του ιθύνοντος νου των επιθέσεων του Παρισιού. Ο Abaaoud μεγάλωσε στην Molenbeek, το γκέτο των Βρυξελλών που έχει γίνει συνώνυμο της φτώχειας, της ανεργίας, και του ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Ο Abaaoud συμμετείχε ωστόσο σε ένα από τα κορυφαία σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης του Βελγίου, το Saint-Pierre d'Uccle. Εγκατέλειψε το σχολείο και σταμάτησε να επισκέπτεται το τοπικό τζαμί, όπως έκανε και ο στενός φίλος του Salah Abdeslam, άλλος ένας από τους ενόπλους του Παρισιού. Οι ιμάμηδες ήταν πολύ βυθισμένοι για τα γούστα τους στην παράδοση. «Έτσι κοιτάξανε αλλού», λέει ο Olivier Vanderhaegen, ο οποίος εργάζεται σε ένα τοπικό πρόγραμμα για την καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας.

Η κοινωνική πολιτική στο Βέλγιο, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, με στόχο την προώθηση της ολοκλήρωσης είναι τελείως διαφορετικές. Αυτό που έχουν όμως κοινό είναι ότι όλοι έχουν συμβάλει στη δημιουργία μιας πιο εύθραυστης κοινωνία, και όλες συνέβαλαν στο να εδραιωθεί ένα στενότερο όραμα του «ανήκειν» και της ταυτότητας. Ούτε οι αφομοιωτικές, ούτε οι πολυπολιτισμικές πολιτικές είναι που δημιούργησαν τον Ισλαμισμό ή το Τζιχαντισμό. Αυτό που έχουν κάνει είναι να συμβάλουν στη δημιουργία χώρου για να ανθήσει ο Ισλαμισμός, και να διοχετεύσει τη δυσαρέσκεια σε τζιχαντισμό.

Πηγή: foreignaffairs.com Σε απόδοση από τα Αγγλικά από εμένα


Το άρθρο αυτό δε μπορώ να πω ότι με εκφράζει συνολικά. Για την ακρίβεια έχω δυο βασικές ενστάσεις:

Η πρώτη είναι ότι είναι αφόρητα συντηρητικό, με την έννοια ότι ρίχνει όλο το φταίξιμο στη σημερινή κοινωνία, η οποία έχει κατακερματισθεί και δημιουργεί κρίσιμα κενά ταυτότητας στη νέα γενιά, και που η οποία νέα γενιά, για να τα καλύψει, στρέφεται στον εξτρεμισμό. Πράγματα δηλαδή που λέγαν οι μπαμπάδες μας, (σε κάποιους οι παπούδες) για να ερμηνεύσουν τελείως σχηματικά το πρόβλημα της αριστερίστικης τρομοκρατίας της δεκαετίας του 70.



Η δεύτερη ένσταση είναι ότι, όπως και στην περίπτωση της προαναφερθείσας δεκαετίας του 70, δεν κάνει καθόλου λόγο για τα οποιαδήποτε κέντρα προσηλυτισμού, καθοδήγησης, αλλά και χρηματοδότησης, των εξτρεμιστικών πυρήνων. Ειδικά στην περίπτωση του τζιχαντισμού τα αρνείται και τα απορρίπτει ως ψευδείς κατηγορίες, αρνούμενο στην πράξη να παραδεχθεί οποιαδήποτε διασύνδεση του Ισλαμικού Κράτους, ή και άλλων Ισλαμιστικών εξτρεμιστικών ομάδων με τον ευρωπαϊκό τζιχαντισμό. Ο τελευταίος για το συγγραφέα δεν είναι παρά ένα νεανικό λάθος για το οποίο φταίει η κατακερματισμένη κοινωνία και οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές ενσωμάτωσης του Μουσουλμανικού στοιχείου στις δυτικές κοινωνίες. Αυτή τη θεώρηση προσωπικά δε μπορώ να τη δεχθώ.



Παρόλα αυτά παραθέτω το άρθρο γιατί έχει ένα δομημένο λόγο, και κάποια στοιχεία που αξίζει να ληφθούν σοβαρά υπ΄όψη σε σχέση με την κοινωνική προέλευση και ηλικιακή σύνθεση των Ευρωπαίων Τζιχαντιστών.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Φασισμός και Ακροδεξιά: Η πρόκληση για τη Φιλελεύθερη Δημοκρατία (του Πέτρου Παπασαραντόπουλου)

* Τα αδιέξοδα της «αντιφασιστικής» ρητορείας

Οι φιλελεύθερες ευρωπαϊκές δημοκρατίες αντιμετωπίζουν στις ημέρες μας πρωτοφανείς προκλήσεις, και πρέπει να τις αντιμετωπίσουν με γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες.
Μια από τις προκλήσεις αυτές είναι η εκλογική άνοδος και η πολιτική επιρροή ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών, που στο παρελθόν ήταν εντελώς περιθωριακά φαινόμενα. Η επιτυχία του Εθνικού Μετώπου της Μαρίν Λεπέν στις περιφερειακές εκλογές της Γαλλίας, τον Δεκέμβριο του 2015, πυροδότησε και πάλι τις συζητήσεις και τις αντιδράσεις για αυτό το φαινόμενο.
Αξίζει λοιπόν να το δούμε, σε μια συγκριτική Ευρωπαϊκή προοπτική για να κατανοήσουμε τις πραγματικές του διαστάσεις.

Εξαρχής πρέπει να κάνουμε μια κρίσιμη μεθοδολογική επισήμανση. Υπάρχει ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στα νεοφασιστικά ή φιλοφασιστικά κόμματα και στα ακροδεξιά κόμματα. Η διαφορά αυτή συνίσταται στο ότι τα νεοφασιστικά κόμματα εχθρεύονται την ίδια την ουσία της δημοκρατίας, το δημοκρατικό πολίτευμα per se. Θέλουν να το καταργήσουν και να το αντικαταστήσουν με ένα νέο, θεμελιωδώς αντιδημοκρατικό πολίτευμα. Απορρίπτουν τη δημοκρατία, δηλαδή τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας και της πλειοψηφίας, και είναι σαφώς υπέρ αντιδημοκρατικών πολιτικών επιλογών, με άρνηση στοιχειωδών πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε μεγάλα τμήματα των κατοίκων μιας χώρας.

Αντίθετα, τα κόμματα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς δεν αρνούνται τα θεμελιώδη της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Παρότι βρίσκονται σε συνεχή ένταση με τα πλουραλιστικά χαρακτηριστικά των φιλελεύθερων δημοκρατιών, δεν αντιτίθεται στον σκληρό πυρήνα των αξιών τους. Ακριβώς για τον λόγο αυτό η ορθή επιστημονικά ορολογία για τα κόμματα αυτά είναι ότι πρόκειται για Λαϊκιστικά Ριζοσπαστικά Δεξιά κόμματα, που έχουν ως ελάχιστο κοινό παρονομαστή τους τον νατιβισμό και ως επιπρόσθετα χαρακτηριστικά τον λαϊκισμό και τον αυταρχισμό.
Περιγράφοντας αυτή τη βασική διαφοροποίηση, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε, με βάση τη διάκριση που εισήγαγε ο Paul Lucardie, την εξτρεμιστική ακροδεξιά ως προφήτες και τη λαϊκιστική ακροδεξιά ως εξαγνιστές. Αυτή η διαφορά αποτυπώνεται με ρητό τρόπο στα μέσα που χρησιμοποιούν για την επίτευξη των στόχων τους. Τα νεοφασιστικά κόμματα, η εξτρεμιστική ακροδεξιά, έχουν ως διακηρυγμένο σκοπό τους τη χρήση πολιτικής βίας για την εξόντωση των αντιπάλων τους. Αντίθετα, τα κόμματα της λαϊκιστικής ακροδεξιάς αποδοκιμάζουν ρητά την πολιτική βία, αν και κάποιες φορές κλείνουν το μάτι σε πράξεις πολιτικής βίας.

Στον ελληνικό δημόσιο λόγο, έως πρόσφατα, αυτή η διάκριση ανάμεσα σε εξτρεμιστική και λαϊκιστική ακροδεξιά ήταν ανύπαρκτη. Όλα τα ακροδεξιά κόμματα αντιμετωπίζονταν ως «φασιστικά». Λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας, θεωρητικής ένδειας και μιας διανοητικής παράδοσης ισοπέδωσης των αποχρώσεων, οδήγησαν σε αυτή την επιλογή.

Σε αυτές τις απόψεις, ο Cas Mudde, ένας από τους σημαντικότερους διεθνώς μελετητές του φαινομένου της ακροδεξιάς, όταν ερωτάται εάν θα χαρακτήριζε φασιστική τη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά απαντάει με κατηγορηματικό τρόπο: 

«Όχι, σε καμία περίπτωση! Η σύγχρονη λαϊκιστική ριζοσπαστική δεξιά δέχεται τις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας και αντιτίθεται σε συγκεκριμένες πτυχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας όπως στον πλουραλισμό και τη συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Οι φασίστες, από την άλλη, τάσσονται κατά της δημοκρατίας, είναι αντίθετοι στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και στην αρχή της πλειοψηφίας. Το να χρησιμοποιεί κάποιος σήμερα ταμπέλες όπως “φασισμός” και “νεο-ναζισμός” για να περιγράψει τα σημερινά λαϊκιστικά ριζοσπαστικά δεξιά κόμματα, εκτός από λάθος είναι και αποπροσανατολιστικό, γιατί τα κάνει να δείχνουν λιγότερο επικίνδυνα από όσο είναι. Σε τελική ανάλυση, δεν είναι ισοδύναμες και το ίδιο απειλητικές η επιθυμία εκδίωξης όλων των μεταναστών και η επιθυμία εξόντωσης των Εβραίων. Πρέπει κάποια στιγμή να υπερβούμε την ιδέα πως ό,τι φοβόμαστε ή δεν μας αρέσει στην πολιτική ισούται με φασισμό».(υπογράμμιση δική μας).

Η πολιτική επιρροή των φασιστικών και ακροδεξιών κομμάτων

Τα νεοφασιστικά κόμματα δεν συνιστούν, προς το παρόν τουλάχιστον, ουσιώδη πολιτική απειλή για τις δυτικές δημοκρατίες, δεδομένου ότι έχουν αμελητέα εκλογικά αποτελέσματα, με δύο κραυγαλέες εξαιρέσεις: τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα και το Jobbik στην Ουγγαρία. Οι εγκληματικές πράξεις της Χρυσής Αυγής, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, έχουν οδηγηθεί στη δικαιοσύνη, ενώ το Jobbik στην Ουγγαρία συνεχίζει να έχει υπό την προστασία του παραστρατιωτικές οργανώσεις που επιδίδονται σε συνεχείς πράξεις πολιτικής βίας.

Αντίθετα, τα λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα σημειώνουν σε αρκετές χώρες αξιοσημείωτες εκλογικές επιτυχίες, αλλά και αποτυχίες. Αξίζει να δούμε τα εκλογικά τους αποτελέσματα στις πρόσφατες εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο, που έγιναν στις 25 Μαΐου 2014. Οι ευρωεκλογές προσφέρονται για τέτοιου είδους συγκρίσεις, δεδομένου ότι διεξάγονται σε όλες τις χώρες με το σύστημα της απλής αναλογικής.

*(με κόκκινο τα νεοφασιστικά, με μαύρο τα ακροδεξιά)
Με βάση αυτό τον πίνακα, μπορούμε να συνάγουμε μερικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Στο σύνολο των 28 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούνται στο Ευρωκοινοβούλιο 2 νεοφασιστικά κόμματα και 8 λαϊκιστικά ακροδεξιά κόμματα. Ακροδεξιά κόμματα από 4 χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία και Μεγάλη Βρετανία) που είχαν εκλέξει ευρωβουλευτές στις εκλογές του 2009, απέτυχαν να επανεκλέξουν στις εκλογές του 2014.

Συνολικά ο αριθμός των ευρωβουλευτών της ακροδεξιάς αυξήθηκε κατά 17, άνοδος που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στο γαλλικό Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, που εκτινάχθηκε από τους 3 ευρωβουλευτές το 2009 στους 24 το 2014. Από τα 14 κόμματα του πίνακα, 6 μόνον σημείωσαν άνοδο ποσοστών, ενώ 8 είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται.

Στο σύνολο των 751 εδρών στο Ευρωκοινοβούλιο τα ακροδεξιά κόμματα κατέχουν 51, δηλαδή 6,8% των εδρών. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς, με βάση τα ανωτέρω, ότι η ακροδεξιά είναι μια εκλογικά σημαντική πολιτική δύναμη σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αποτυχία των κομμάτων αυτών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, όπως φαίνεται από τον πίνακα που ακολουθεί:

 *(με κόκκινο τα νεοφασιστικά, με μαύρο τα ακροδεξιά)
Με εξαίρεση τη Χρυσή Αυγή, όλα τα υπόλοιπα κόμματα της περιοχής είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται. Με εξαίρεση τα δύο εξτρεμιστικά κόμματα (Jobbik και Χρυσή Αυγή) δεν υπάρχει ούτε ένας ακροδεξιός ευρωβουλευτής από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Σε τρεις χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία) τα ακροδεξιά κόμματα απώλεσαν την εκπροσώπηση που είχαν στο προηγούμενο Ευρωκοινοβούλιο. Σε σύνολο 12 χωρών από αυτή την περιοχή, η ακροδεξιά έχει εκλογικά ανιχνεύσιμη παρουσία μόνον σε 5 χώρες.

Ακόμα μεγαλύτερη πολιτική αποτυχία ήταν η αδυναμία της ακροδεξιάς να σχηματίσει αναγνωρισμένη ομάδα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, μετά τις ευρωεκλογές του 2014, δεδομένου ότι δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει μέλη από επτά χώρες, παρά τις εργώδεις προσπάθειες της Μαρίν Λεπέν και του Ολλανδού Γκερτ Βίλντερς, που είχαν στην ομάδα τους ευρωβουλευτές από μόνον 5 χώρες (Γαλλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Ιταλία και Αυστρία). Αξίζει να επισημάνουμε ότι Λεπέν και Βίλντερς αρνήθηκαν κατηγορηματικά τη συμμετοχή στην ομάδα τους εξτρεμιστικών ακροδεξιών κομμάτων όπως η Χρυσή Αυγή και το ουγγρικό Jobbik.

Η προσπάθειά τους τελεσφόρησε ένα χρόνο μετά, στις 15 Ιουνίου 2015, με τη δημιουργία της ομάδας Ευρώπη των Εθνών και της Ελευθερίας (Europe of Nations and Freedom). Αυτό έγινε δυνατό χάρις στην αποσκίρτηση ενός ευρωβουλευτή από το Βρετανικό UKIP του Νάιτζελ Φάρατζ και τη συμμετοχή του Κογκρέσου της Νέας Δεξιάς από την Πολωνία μετά την αποχώρηση του ηγέτη του Janusz Korwin-Mikke που είναι ομοφοβικός και υπέρ της κατάργησης του δικαιώματος ψήφου για τις γυναίκες. Η δημιουργία της ακροδεξιάς πολιτικής ομάδας στο Ευρωκοινοβούλιο θα προσπορίσει στην ομάδα 3 εκατ. Ευρώ τον χρόνο και συνολικά 17,5 εκατ. Ευρώ για την τετραετία. Βέβαια, πρόκειται για τη μικρότερη από τις οκτώ πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου και για την πλέον εύθραυστη, δεδομένης της ανομοιογένειας των εθνικών κομμάτων που την απαρτίζουν. Ο κίνδυνος της διάλυσής της θα είναι διαρκώς υπαρκτός, ένα είδος κοκτέιλ μολότοφ.

Από όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, είναι σαφές ότι η ακροδεξιά και στις δύο μορφές της, εξτρεμιστική και ριζοσπαστική, δεν συνιστά, προς το παρόν τουλάχιστον, αξιοσημείωτο εκλογικό μέγεθος. Δεν συνιστά μια άμεση πολιτική απειλή. Ακριβώς για το λόγο αυτό η «αντιφασιστική» ρητορεία, που διαρκώς επισείει και καταγγέλλει τον «φασιστικό» κίνδυνο για την Ευρώπη είναι αδιέξοδο. Δεν εδράζεται σε πραγματικά δεδομένα, σε αριθμούς. Είναι επινόηση ενός φαντασιακού εχθρού. Κινδυνεύει δε να μοιάσει με τον ψεύτη βοσκό στον μύθο του Αισώπου, που διαρκώς φώναζε ότι έρχονται οι λύκοι, και στο τέλος, όταν πραγματικά ήλθαν, δεν τον πίστευε κανείς.

 Η ηγεμονία των ιδεών της ακροδεξιάς

Το πρόβλημα είναι αλλού. Πρόκειται για την επικράτηση των ιδεών της ακροδεξιάς στην κοινωνία, κάτι που οδηγεί τα καθιερωμένα κόμματα να προσπαθήσουν να ενσωματώσουν στη ρητορική τους καίρια στοιχεία της ακροδεξιάς ατζέντας. Η διαπίστωση αυτή μας οδηγεί σε μια, δυστυχώς ξεχασμένη από τις ευρωπαϊκές ελίτ, θεμελιώδη έννοια για την άσκηση της πολιτικής, εκείνη της ηγεμονίας.

Όπως έχω επανειλημμένα επισημάνει, είναι κοινή διαπίστωση ότι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, τα κόμματα εξουσίας αρνούνται να δώσουν τη μάχη των ιδεών, αρνούνται να υπερασπιστούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία, και αρκούνται σε μια τεχνοκρατική και ιδεολογικά ουδέτερη διαχείριση της εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούν το εύφορο έδαφος, την κοινωνική ζήτηση, για τις ακροδεξιές και τις λαϊκιστικές πολιτικές δοξασίες. Ο πραγματισμός στις πολιτικές επιλογές, αναγκαίος και απαραίτητος, εάν δεν συνοδεύεται από την κατάλληλη πολιτική και ιδεολογική στήριξη και τεκμηρίωση, μετατρέπεται σε κενό γράμμα που αφήνει αδιάφορους τους πολίτες.

Με τον τρόπο αυτό, η ακροδεξιά ψήφος απενοχοποιείται. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ντανιέλ Βερνέ, που διετέλεσε διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας Le Monde: «Οι ιδέες του Εθνικού Μετώπου έχουν εξαπλωθεί σε όλα τα πληθυσμιακά στρώματα. Πριν από μερικά χρόνια, μία ψήφος στο FN θεωρείτο ντροπή. Σήμερα, η ψήφος στο Μέτωπο θεωρείται ψήφος οργής και διεκδίκησης… Η επιλογή του FN δεν αποτελεί πια μόνο ψήφο διαμαρτυρίας, αλλά ψήφο συσπείρωσης στο ιδεολογικά “εκσυγχρονισμένο” από την κ. Λεπέν, Μέτωπο».

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ατζέντα του λαϊκισμού, του ευρωσκεπτικισμού και της ακροδεξιάς να μετατρέπεται σταδιακά σε πολλές χώρες από περιθωριακή σε ηγεμονική. Η επινοητικότητά της στην εφεύρεση εχθρών και το απλουστευτικό και εύληπτο πολιτικό της μήνυμα, σταδιακά υιοθετούνται από τα κόμματα εξουσίας. Παράλληλα, η ατζέντα της ηγεμονεύει στον δημόσιο λόγο, διεισδύει στα μέσα ενημέρωσης, εισχωρεί στον κοινό νου, κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο. Γίνεται «αυτονόητη». Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει για τη γλώσσα του λαϊκισμού ο Ιταλός Νικόλαο Μέρκερ, ομότιμος καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο La Sapienza της Ρώμης, «το υποδειγματικό προηγούμενο είναι το “Mein Kampf” του Χίτλερ. Σε αυτό συναντάμε μια γλώσσα αποτελούμενη από λίγες στερεότυπες διατυπώσεις, που επαναλαμβάνονται με τρόπο επίμονο, μέχρι που να τις κάνει να γίνουν αλήθειες, όπως έλεγε ο Γκέμπελς. Είναι ο εγκωμιασμός του ενστίκτου και της διαίσθησης ενάντια στον ορθολογικό συλλογισμό».

Οι ανασφαλείς ταυτότητες, οι ταυτότητες που θεωρούν ότι ευρίσκονται «εν κινδύνω», οι φοβικές ταυτότητες, είναι το εύφορο έδαφος για την ψήφο στην ακροδεξιά. Ακόμα και η βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης, μόνον οριακά μπορεί να επηρεάσει τις πολιτικές τους επιλογές. Πάντοτε θα είναι η εύκολη λεία των δημαγωγών ακριβώς επειδή η αυτοεικόνα τους ταυτίζεται με τη ρητορεία του κινδύνου.

Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το φαινόμενο ότι αυτή η ατζέντα διεισδύει, βρίσκοντας εύφορο έδαφος, και στο αντίπαλο στρατόπεδο, εκείνο της αριστεράς. Ένας φαιοκόκκινος ριζοσπαστισμός αναδύεται, χρησιμοποιώντας την ίδια αντιδημοκρατική και αντιευρωπαϊκή ρητορική, είτε με δεξιά είτα με αριστερή επικάλυψη.

Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ άργησαν να καταλάβουν το φαινόμενο. Ρητορικά το αποδοκιμάζουν, αλλά στην πράξη συμπεριφέρονται, όπως επισημαίνει η Σέρι Μπέρμαν, ως «δύσμοιρα θύματα του οικονομικού ή του δημογραφικού τους περιβάλλοντος», ξεχνώντας ότι πρέπει να είναι «ενεργοί διαμορφωτές της δικής τους μοίρας». Με άλλα λόγια, συμπεριφέρονται ως δέσμιοι της κάλπης, άβουλοι και άτολμοι απέναντι στους ψηφοφόρους που θα πρέπει να ακούσουν κάτι σοβαρό, κάτι πειστικό, που θα τους επιτρέψει να στρέψουν την πλάτη στους δημαγωγούς. Αντί γι’ αυτό, λένε μισόλογα, ή ακόμα χειρότερα, επαναλαμβάνουν σε light εκδοχή τη ρητορεία των δημαγωγών.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ευρώπη έχει εισέλθει σε έναν φαύλο πολιτικό κύκλο. Οι πολιτικές ηγεσίες είναι δέσμιες της κάλπης και της λαϊκιστικής ρητορείας. Αρνούνται να υιοθετήσουν την επισήμανση του Macklem ότι «ένα κράτος δικαιούται να ενεργεί με μαχητικό τρόπο ενάντια σε ομάδες και άτομα που επιδεικνύουν βίαιη συμπεριφορά με σκοπό την προώθηση ή εφαρμογή των πεποιθήσεών τους, ή που ασκούν το δικαίωμα της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας με τρόπο που συνιστά άμεση απειλή για την ικανότητα μιας συνταγματικής δημοκρατίας να διασφαλίσει την ατομική και πολιτική ελευθερία των άλλων».

Δεν έχουν το πολιτικό κουράγιο να αρθρώσουν έναν διαφορετικό λόγο. Προσπαθούν να χαϊδέψουν αυτιά. Οι πολίτες πιέζουν για «φιλολαϊκά» μέτρα και οι λαϊκιστές υπερθεματίζουν. Σε αυτή την αμφίδρομη σχέση, κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Επειδή όμως ο επιμερισμός είναι απαραίτητος, η βασική ευθύνη ανήκει στις πολιτικές ελίτ που επιλέγουν να είναι αρεστές και όχι χρήσιμες.

Η διαπίστωση ότι στην Ευρώπη υπάρχουν πολλοί politicians και ελάχιστοι statesmen αποδεικνύεται, δυστυχώς, απολύτως ορθή.

 * O Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο: Edvard Munch, 1863 – 1944, The Scream

πηγή; ekyklos.gr

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

"Μια σταγόνα λογική και δυο σταγόνες ιστορία για το Ισλάμ..." του Πάνου Μητρονίκα και η "Απάντηση στο άρθρο του Πάνου Μητρονίκα" του Αχμάντ Ελντίν

Σήμερα η "Αγωγή του Πολίτου" θα παρουσιάσει δυο άρθρα με αντίθετες απόψεις μεταξύ τους.

Το πρώτο, του Πάνου Μητρονίκα, θέλει να μας δείξει ότι οι έννοιες Ισλάμ και μετριοπάθεια δε συναντιούνται πουθενά. Κατά τον Πάνο Μητρονίκα ο Ισλαμισμός είναι από τη φύση του εξτρεμιστική θρησκεία, και κάθε ισχυρισμός περί του αντίθετου οφείλεται απλά στη λανθασμένη ερμηνεία της συγκεκριμένης θρησκείας στο Δυτικό κόσμο.

Το δεύτερο, του Αχμάντ Ελντίν, προσπαθεί να αντικρούσει τους παραπάνω ισχυρισμούς μέσα από το πνέυμα της Ισλαμιστικής φιλοσοφίας και σκέψης.


Μια σταγόνα λογική και δυο σταγόνες ιστορία για το Ισλάμ...


"Θα σπείρω τον τρόμο στις καρδιές των απίστων.. θα κόψω τα κεφάλια τους, θα κόψω τα ακροδάχτυλα τους" (Κοράνι 8:12)
Ξεκίνησα την έρευνα μου πάνω στο Ισλάμ πριν 2 χρόνια σε μια προσπάθεια τότε να κατανοήσω το φαινόμενο της «Αραβικής Άνοιξης». Ήταν μια εποχή που οι περισσότερες αναλύσεις γεωπολιτικής δεν έβγαζαν κανένα νόημα και οι απόψεις των ειδικών έδειχναν να αλλάζουν από την μια μέρα στην άλλη. Ήταν κάτι τόσο νέο για τον τρόπο σκέψης μας που είχε ξαφνιάσει τους πάντες, για αυτό και αποφάσισα ότι έπρεπε να ξεκινήσω από την βάση του φαινομένου. Και η βάση ήταν το ίδιο το Ισλάμ.
Από τότε και μέχρι σήμερα αναζητώ το «μετριοπαθές Ισλάμ» και κατάφερα να το βρω μόνο σε ένα σημείο.
Το «μετριοπαθές Ισλάμ» δεν βρίσκεται ούτε στα Τζαμιά, ούτε στην Μέκκα. Δεν το βρίσκει κανείς ούτε στο Κοράνι, τα Χαντίθ, και τα υπόλοιπα ιερά ή θεολογικά Ισλαμικά κείμενα. Αν θέλει κάποιος να το βρει πρέπει να ψάξει τα δυτικά ΜΜΕ μετά από Ισλαμικές τρομοκρατικές επιθέσεις.
Δεν υπάρχει «μετριοπαθές Ισλάμ» στην Σαουδική Αραβία, την Αίγυπτο, το Ιράκ και το Ιράν. Υπάρχει όμως σε αμέτρητα βιβλία και άρθρα που αφορούν αυτές τις χώρες και την θρησκεία τους. Δεν υπάρχει στα βιβλία που μελετούν ευλαβικά οι Μουσουλμάνοι αλλά υπάρχει σε εκατοντάδες δυτικά βιβλία για το Ισλάμ.
Το «μετριοπαθές Ισλάμ» δεν είναι η θρησκεία στην οποία πιστεύουν οι Μουσουλμάνοι. Είναι αυτό το οποίο οι περισσότεροι δυτικοί, φαντασιώνονται ότι πιστεύουν οι Μουσουλμάνοι. Είναι μια φαντασίωση της δυτικής φιλελεύθερης διανόησης.
Αν πάρεις το Ισλάμ και το γυρίσεις τα μέσα έξω τότε θα έχεις το «μετριοπαθές Ισλάμ». Αν βρεις έναν Μουσουλμάνο που δεν έχει πάει σε Τζαμί τα τελευταία χρόνια και μπορεί να σου πει την δισκογραφία των Beatles ενώ δεν ξέρει να σου πει τους συντρόφους του Μωάμεθ, τότε έχεις βρει έναν «μετριοπαθή» Μουσουλμάνο. Έναν κοσμικό Μουσουλμάνο. Στην πράξη έναν άθεο που δηλώνει μουσουλμάνος γιατί αλλιώς εκτός από άθεος θα μείνει και ακέφαλος όπως ορίζει το κανονικό και καθόλου μετριοπαθές Ισλάμ.
Το «μετριοπαθές Ισλάμ» είναι η φανταστική θρησκεία των πολυπολιτισμικών δυτικών κοινωνιών. Είναι η ίδια η πολυπολιτισμικότητα αναγραμματισμένη. Χωρίς το «μετριοπαθές Ισλάμ» όλο το πολυπολιτισμικό-διεθνιστικό οικοδόμημα καταρρέει και μαζί με αυτό και όλο το σύστημα αξιών και πεποιθήσεων όλων όσων το πιστεύουν.
Χωρίς «μετριοπαθές Ισλάμ» επιστρέφει ο Εθνικισμός, τα σύνορα κλείνουν και κερδίζει ο «μπαμπούλας της ακροδεξιάς». Αυτός είναι ο μεγάλος φόβος της σημερινής δύσης.
Δεν μας περνάει ούτε καν από το μυαλό ότι η άνοδος της ακροδεξιάς σε μια φιλελεύθερη κοινωνία είναι σαν τον πυρετό. Είναι ένα σύμπτωμα, μια προειδοποίηση ότι κάτι άλλο πάει στραβά. Ότι κάπου ελλοχεύει κάποια αρρώστια. Αντί να κοιτάξουμε λοιπόν να βρούμε και να διορθώσουμε το πρόβλημα, παίρνουμε την ασπιρίνη που ακούει στο όνομα «μετριοπαθές Ισλάμ» και αφήνουμε την αρρώστια να υπάρχει. Μέχρι να μας φάει από μέσα.
Όταν κάποιος προβάλει το «μετριοπαθές Ισλάμ» δεν υπερασπίζεται το Ισλάμ. Υπερασπίζεται τις δικές του φαντασιώσεις. Υπερασπίζεται την δική του «πίστη», την «κοσμική θεολογία» των πολυπολιτισμικών κοινωνιών όπου κοσμικοί χριστιανοί συνυπάρχουν με κοσμικούς μουσουλμάνους.
Όταν το Ισλάμ δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο, όπως πριν λίγες μέρες στο Παρίσι, τότε ο «πολυπολιτισμικός» δυτικός βρίσκεται σε «γνωστική ασυμφωνία» - όπως την ορίζει η ψυχολογία - και τρέχει στον μύθο του «μετριοπαθούς Ισλάμ» ώστε να μειώσει την σύγκρουση της πραγματικότητας με την φαντασία του.
Το «μετριοπαθές Ισλάμ» είναι μια πολύ δύσκολη θρησκεία
Για να πιστέψει κάποιος στο «μετριοπαθές Ισλάμ» πρέπει να αγνοήσει επιδεικτικά ή ακόμα και να διαστρεβλώσει 1400 χρόνια ιστορίας, θεολογίας, γεωπολιτικής, και δημογραφικών. Πρέπει να παραβλέψει επίσης όλη την αρχαιολογία και σχεδόν τα πάντα πριν από τον πόλεμο των 6 ημερών.
Πρέπει να αγνοήσει όλους όσους κόβουν κεφάλια σήμερα στην Συρία γιατί δεν μπορεί να εκπροσωπούν την πλειονότητα των μουσουλμάνων. Το ίδιο φυσικά πρέπει να ισχύει και για τον Μωάμεθ που ξεκίνησε τους αποκεφαλισμούς αυτοπροσώπως τον 7ο αιώνα.
Πρέπει να αγνοήσει όλα τα ιερά κείμενα του Ισλάμ και το πώς ζουν οι μουσουλμάνοι σήμερα, όχι μόνο στις χώρες τους αλλά και στις δυτικές κοινωνίες. Πρέπει να παραβλέψει ότι το πραγματικό Ισλάμ είναι κατά κύριο λόγω πολιτικής φύσης και όχι θρησκευτικής. Ότι η συντριπτική πλειονότητα των ιερών του κειμένων ασχολούνται με το τι έκανε και πως το έκανε ο Προφήτης. Ότι από αυτά τα κείμενα, περισσότερα από τα μισά ασχολούνται όχι με το τι πρέπει να κάνει ο καλός μουσουλμάνος για τον εαυτό του, αλλά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζει τους άπιστους.
Είναι αναγκαίο να ξεχάσει ότι το Ισλάμ ήταν μια θρησκεία που είχε σαν στόχο να ενώσει τις φυλές της πιο απολίτιστης και άγονης περιοχής του γνωστού κόσμου του 7ου αιώνα. Και ότι έχει μείνει σε αυτόν τον αιώνα και τον ηθικό κώδικα και τρόπο λειτουργίας αυτών ακριβώς των φυλών.
Πρέπει να αγνοήσει παντελώς την έννοια της «κατάργησης» (Abrogation) και το πώς διαβάζονται τα Ισλαμικά ιερά κείμενα. Να αγνοήσει ότι το Κοράνι έχει δύο χρονολογικές εποχές (της Μέκκας και της Μεδίνας) και ότι η δεύτερη σχεδόν καταργεί την πρώτη και όποια μηνύματα αγάπης και ανοχής περιείχε αυτή. Πρέπει να αγνοήσει βασικές αρχές και υλικό που μπορεί να βρει ο καθένας σε οποιοδήποτε Ισλαμικό βιβλιοπωλείο ανά τον κόσμο.
Το Ισλάμ των οπαδών της πολυπολιτισμικότητας δεν είναι η θρησκεία του Μωάμεθ, το Κοράνι, τα Χαντίθ, τα χαλιφάτα ή οι μουσουλμάνοι που ζουν στις μουσουλμανικές χώρες. Το Ισλάμ της δυτικής «διανόησης» είναι μια θρησκεία που δεν υπάρχει αλλά πιστεύουμε τυφλά ότι πρέπει να υπάρχει γιατί χωρίς αυτή καταρρέει όλο το φιλοσοφικό και πολιτικό μας οικοδόμημα.
Από την φαντασία στην πραγματικότητα
Η εμπειρία μου μέχρι τώρα δείχνει ότι οι οπαδοί του «μετριοπαθούς Ισλάμ» δίνουν διαλέξεις για το Ισλάμ χωρίς να γνωρίζουν τίποτε απολύτως για αυτό. Μιλάνε για ένα Ισλάμ βγαλμένο από τις ταινίες του Χόλιγουντ όπου ευγενείς Σαρακηνοί βοηθούν τον Ρομπέν των Δασών στον ταξικό του αγώνα, ή συμμαχούν με τον καλό χριστιανό πρωταγωνιστή κατά των κακών σταυροφόρων που βασανίζουν κακόμοιρους ευγενικούς Άραβες. Μια θρησκεία «ευγενών» βαρβάρων βγαλμένων μέσα από την θεωρία του “Orientalism” και το ομότιτλο βιβλίο του Edward Said.
Δεν έχουν διαβάσει ποτέ το Κοράνι ή άλλα Ισλαμικά κείμενα αλλά έχουν διαβάσει δεκάδες άρθρα «γνώμης» για το πώς οι Μουσουλμάνοι καταπιέζονται διαχρονικά από παντού.
Στο μυαλό τους ο Χριστιανισμός είναι το μεγαλύτερο κακό που βρήκε την ανθρωπότητα ενώ το Ισλάμ διέσωσε τον Ελληνικό πολιτισμό και μας έδωσε τους «αραβικούς» (στην ουσία Ινδικούς) αριθμούς! Στην στρεβλωμένη φαντασία τους οι Σταυροφόροι ήταν κακοί Ιμπεριαλιστές και για τον Μεσαίωνα φταίνε οι Γερμανοί που κατέλαβαν την Ρώμη. Μια πολύ βολική πολιτικά, αγγλοσαξονική θεώρηση της Ιστορίας κατά τις αρχές του 20ου αιώνα.
Αγνοούν ότι το Ισλάμ έχει την δουλεία στον πυρήνα του δόγματος του και την κρατάει ακόμα ζωντανή (ήταν επίσημη στις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και οι κακοί Ιμπεριαλιστές ήταν αυτοί που έκαναν την Σαουδική Αραβία να κλείσει τα δικά της σκλαβοπάζαρα). Αγνοούν ότι οι σκλάβοι που πήγαν στην Αμερική ήταν λιγότεροι από αυτούς που πήγαν στην Βαγδάτη και ότι οι δουλέμποροι και στις δύο περιπτώσεις ήταν Άραβες μουσουλμάνοι. Αγνοούν ότι εκτός της Αφρικής, η άλλη μεγάλη πηγή σκλάβων για το Ισλάμ ήταν τα Ευρωπαϊκά παράλια, τα οποία είχαν ερημώσει από την Ισλαμική πειρατεία στην Μεσόγειο.
Αγνοούν ότι πριν τις σταυροφορίες η Ευρώπη και το Βυζάντιο ήταν σε σχεδόν 4 αιώνες αμυντικού πολέμου με το Ισλάμ το οποίο είχε φτάσει στην σημερινή νότια Γαλλία. Αγνοούν επίσης και ότι οι πρώτοι Σταυροφόροι ήταν Γάλλοι Ιππότες που είχαν πολεμήσει το Ισλάμ πρώτα στα ίδια τους τα χώματα.
Υποθέτουν μάλλον ότι το Ισλάμ κατάφερε να φτάσει από την Ισπανία μέχρι την Κίνα μέσα σε 150 χρόνια λόγω την πνευματικής του ανωτερότητας που μάγεψε τους βάρβαρους Βυζαντινούς, Πέρσες, Ινδούς και Ευρωπαίους. Τι και αν άφησε και 350 εκατομμύρια αποκεφαλισμένους στο διάβα του ανά τους αιώνες… με τέτοιες λεπτομέρειες θα ασχολούμαστε τώρα;
Αγνοούν ότι η Ευρώπη της Μεροβίγγιας δυναστείας μετά την πτώση της Ρώμης από τα Γερμανικά φύλα λειτουργούσε κανονικά με δομές, παιδεία, οικονομία και πολιτισμό, παρότι η Ιστορία μας την τοποθετεί στον Μεσαίωνα. Μετά την άνοδο του Ισλάμ είχαμε την πραγματική κατάρρευση της δύσης και την είσοδο στον μεσαίωνα. Ανάλογη μάλιστα πτώση είχε την ίδια εποχή και το Βυζάντιο. Τουλάχιστον αυτό μας λέει η αρχαιολογία που όσο να’ναι είναι πιο έγκυρη από την εν πολύς προφορικά μεταδιδόμενη μέχρι τον 18ο αιώνα ιστοριογραφία, που οδήγησε στις περισσότερες σύγχρονες θεωρίες της λεγόμενης «καταγεγραμμένης ιστορίας».
Εστιάζουν στον κακό χριστιανισμό της μετά-ισλαμικής Ισπανίας και δεν αναρωτιούνται τι το ιδιαίτερο είχε η Ισπανία που την ώθησε στο να εφαρμόσει ένα Χριστιανισμό που είχε πολλά κοινά με το Ισλάμ στις πρακτικές του. Μήπως την Αραβική Ισλαμική κατοχή αιώνων;
Παραβλέπουν ότι όλα γύρω μας εξελίσσονται - ακόμα και οι θρησκείες - ενώ το Ισλάμ παραμένει ίδιο και απαράλλαχτο ενώ απαγορεύεται δια θανάτου η όποια αλλαγή του. Η όποια αλλαγή σε κείμενα που έκλεισαν τον 14ο αιώνα και που στο σύνολο τους αναφέρονται σε γεγονότα και πρακτικές του 7ου αιώνα και των Αραβικών φυλών του.
Τέλος αγνοούν ότι το Ισλάμ και η βία είναι ένα και το αυτό. Η βία τρέφει το Ισλάμ και το Ισλάμ υπάρχει μόνο και μόνο για να επεκτείνει την παρουσία του μέσω της βίας. Αυτός είναι ο μόνος σκοπός του, αυτό έκανε και αυτό κάνει 14 αιώνες τώρα σχεδόν αποκλειστικά.
Είναι μια θρησκεία βίαιη και υλιστική, φτιαγμένη για να προβάλει τον ανάλογο χαρακτήρα των Αραβικών φυλών που είχε σαν στόχο να ενώσει. Τόσο υλιστική όσο και ο παράδεισος της που δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια υπερβολή της λείας που περιμένει κάθε πολεμιστής από τις επιδρομές του.
Η όλη «κοσμική» ουσία του Ισλάμ είναι δύο στοίχοι από το Κοράνι:
«Αυτός (Αλάχ) είναι που έστειλε τον Αγγελιοφόρο του (Μωάμεθ) και την θρησκεία της αλήθειας (Ισλάμ) για να την οδηγήσει νικηφόρα απέναντι σε όλες τις άλλες θρησκείες ακόμα και αν οι άπιστοι αντισταθούν» (Κοράνι 61:9)
«Μην κάνετε φιλίες με τους Εβραίους και του Χριστιανούς» (Κοράνι 5:51)
πηγή: liberal.gr


Απάντηση στο άρθρο του Πάνου Μητρονίκα «Μια σταγόνα λογική και δυο σταγόνες ιστορία για το Ισλάμ»


Ο Πάνος Μητρονίκας επιχειρεί να ασκήσει κριτική κατά του Ισλάμ στο άρθρο του με τίτλο «Μια σταγόνα λογική και δυο σταγόνες ιστορία για το Ισλάμ» όμως τα προβλήματα που δημιουργούνται στην προσπάθεια αυτή είναι αρκετά. Μερικά από αυτά είναι:
  • Ορισμός της μετριοπάθειας
  • Έλλειψη γνώσης του αντικείμενου
  • Η μεθοδολογία τήρησης του Ισλάμ: μεταξύ των τρομοκρατών και του Ορθόδοξου Ισλάμ
  • Άγνοια του Μητρονίκα για το πώς ορίζεται κάτι ως Ισλαμική πρακτική και τι όχι
Αυτές οι τέσσερις αστοχίες του αρθρογράφου θα αναλυθούν στις επόμενες γραμμές.
Ορισμός της μετριοπάθειας
Η Μητρονικάς στο άρθρο του παραπαίει σε ένα λογικό σφάλμα. Ορίζει το μετριοπαθές Ισλάμ σύμφωνα με την δυτική αντίληψη και την προσωπική του κατανόηση. Μετριοπάθεια γιαυτον είναι γενικά το μη Ισλαμικό. Γενικά το αντίθετο του Ισλάμ. Ο επικριτής, πιο σωστά ο πολέμιος της Ισλαμικής πίστης,  έπρεπε πρώτα να δώσει συγκεκριμένους ορισμούς για την μετριοπάθεια και τον εξτρεμισμό και έπειτα να έμπαινε στην διαδικασία να έγγραφε την κριτική του. Πως ορίζεται λοιπόν η μετριοπάθεια και ο εξτρεμισμός στο Ισλάμ;
Μετριοπάθεια και εξτρεμισμός ορίζονται με βάση την μεθοδολογία και την διδασκαλία του Προφήτη Μουχάμαντ صلى الله عليه وسلم . Με άλλα λόγια μετριοπάθεια είναι αυτό που δίδαξε, έπραξε και ενέκρινε ο Προφήτης ενώ εξτρεμισμός είναι αυτό που δεν δίδαξε, δεν έπραξε και δεν ενέκρινε. Ο Ύψιστος λέει:
«Και ότι σας δίνει ο Απόστολος να το δέχεστε και ότι σας απαγορεύει να απομακρύνεστε» {Κοράνι 59:9}
Επίσης:
«Αν τον υπακούσετε θα καθοδηγηθείτε στον ίσιο δρόμο» (24.54)
Και ο Απόστολος صلى الله عليه وسلم είπε: «Όποιου η πράξη δεν είναι σύμφωνη με την υπόθεση μας (νόμο, τρόπο, μέθοδος) θα απορριφτεί» {Μούσλιμ, 1343}
Σε άλλη ρήση διαβάζουμε: «Ο καλύτερος λόγος είναι το βιβλίο του Αλλάχ και η καλύτερη καθοδήγηση είναι η καθοδήγηση του Μουχάμαντ. Τα χειρότερα πράγματα είναι αυτά που επινοούνται/καινοτομίες (αίρεση) και κάθε καινοτομία οδηγεί στην πλάνη» {Μούσλιμ, 867}
Η Ισλαμική μετριοπάθεια λοιπόν δεν ορίζεται με βάση το τι νομίζουμε εμείς ως μετριοπάθεια αλλά ορίζεται με βάση τις εντολές του Υψίστου και τις διδασκαλίες του Προφήτη του. Το ίδιο ακριβώς αφορά και τον εξτρεμισμό. Ο Προφήτης صلى الله عليه وسلم είπε: «Αυτοί που υπερβάλουν με εξτρεμισμό είναι καταδικασμένοι να καταστραφούν» {Μούσλιμ2670}
Ορισμένοι από τους πρώτους Μουσουλμάνους, της εποχής του Αποστόλου μας, όταν συγκεντρώθηκαν μεταξύ τους, συζητώντας, ένας είπε από αυτούς «εγώ θα προσεύχομαι και δεν πρόκειται να κοιμηθώ» ένας άλλος είπε «εγώ θα νηστεύω συνεχόμενα και δεν θα την σταματήσω την νηστεία» ένας άλλος είπε «εγώ δεν πρόκειται να παντρευτώ (για λόγους αφοσίωσης)». Μόλις ο Προφήτης صلى الله عليه وسلم πληροφορήθηκε την συζήτηση αυτή είπε «Τι συμβαίνει με αυτά τα άτομα που λένε αυτά τα λόγια (που σκέπτονται έτσι) εγώ νηστεύω και διακόπτω την νηστεία μου, προσεύχομαι και επίσης κοιμάμαι, και παντρεύομαι. Όποιος λοιπόν απεχθάνεται την Σούννα μου δεν είναι από εμένα (οπαδός μου)» {Μπουχάρι 6101}
Ο Προφήτης μας λοιπόν είναι πάνω στο δρόμο της μετριοπάθειας ενώ τα άτομα αυτά, για παράδειγμα, ήταν στο δρόμο του εξτρεμισμού (και βεβαίως διορθωθήκαν).
Να τονίσουμε κάτι σημαντικό σε αυτό το σημείο. Εξτρεμισμός δεν είναι μόνο η υπερβολή και να ξεπερνάς τα όρια του Υψίστου και της Σούννα του Προφήτη με το να προσθέτεις, εξτρεμιστής είναι επίσης και αυτός που αφαιρει (δεν τηρεί) τις Ισλαμικές υποχρεώσεις έτσι όπως ορίζονται από το Κοράνι και την Σούννα.
Όταν για παράδειγμα αρνείσαι το Χιτζαάμπ (Μαντίλα) στο όνομα της μετριοπάθειας τότε μάθε ότι αυτό δεν είναι «Ισλαμική μετριοπάθεια» αλλά εξτρεμισμός (προς την αντίθετη μεριά) ως προς τις Ισλαμικές υποχρεώσεις. Πολλά παραδείγματα μπορούμε να δώσουμε για αυτήν την κατηγορία του εξτρεμισμού. Αρκεί, προ το παρόν, να πούμε ότι εξτρεμισμός είναι επίσης οτιδήποτε αφαιρείς (δεν τηρείς) από τις Ισλαμικές υποχρεώσεις.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι η μετριοπάθεια είναι αυτές καθαυτές οι εντολές του Αλλάχ και η μεθοδολογία του Προφήτη μας (Σούννα) με την κατανόηση των μαθητών του και των πρώτων ενάρετων οπαδών του (Σάλαφ). Ισλαμική μετριοπάθεια ΔΕΝ είναι αυτά που μας λένε οι πολέμιοι και οι αιρετικοί περί «μετριοπαθούς Ισλάμ» διότι το Ισλάμ στην φύση του και από τις πηγές του είναι μετριοπαθές. Και εξτρεμισμός είναι αυτό που στέκεται ως κάτι πέρα από τις εντολές του Αλλάχ και την μεθοδολογία του Προφήτη μας (ως υπερβολή και προσθήκη) καθώς επίσης είναι και αυτό που αφαιρείς (δεν τηρείς) από τις Ισλαμικές υποχρεώσεις.
Δίνοντας τον ορισμό της μετριοπάθειας και του εξτρεμισμού από τις πηγές του Ισλάμ, είναι εύκολο πλέον για τον καθένα μας να δει το προβληματικό σκεπτικό του Μητρονίκα. Ο αρθρογράφος δεν παρέθεσε την παραμικρή πηγή από τα ορθόδοξα κιτάπια του Ισλάμ προτιμώντας να περιοριστεί στην υποκειμενική αντίληψη του περί μετριοπάθειας. Η θέση του Μητρονίκα, ότι «το «μετριοπαθές Ισλάμ» δεν βρίσκεται ούτε στα Τζαμιά, ούτε στην Μέκκα. Δεν το βρίσκει κανείς ούτε στο Κοράνι, τα Χαντίθ, και τα υπόλοιπα ιερά ή θεολογικά Ισλαμικά κείμενα» αναιρείται ξεκάθαρα σύμφωνα με τα προαναφερθέντα. Και τον εξτρεμισμό βλέπουμε, ο όποιος καταδικάζεται και την μετριοπάθεια βλέπουμε, η οποία ορίζεται σύμφωνα με την προφητική εντολή, όχι σύμφωνα με την υποκειμενική αντίληψη, τα θέλω και τις επιθυμίες μας.
Μηδενική παραπομπή σε πηγές – Έλλειψη γνώσης του αντικείμενου
Είδαμε πως ο Μητρονίκας, σαν καλός και πιστός προπαγανδιστής κατά του Ισλάμ, επιχειρηματολογεί με βάση τις ρευστές του αντιλήψεις. Το πρόβλημα όμως μεγαλώνει όταν σε όλο του το άρθρο απουσιάζει η Ορθόδοξη Ισλαμική βιβλιογραφία ως προς την τεκμηρίωση των λεγομένων του. Για την ακρίβεια ο Μητρονίκας παρουσιάζει με το ζόρι μόνο δυο κορανικά εδάφια εκτός συμφραζομένων και με παραπλανητικό τρόπο. Ο αρθρογράφος φαίνεται ότι περιμένει από τον αναγνώστη να τον θεωρήσει αυθεντία για τις θέσεις του περί Ισλάμ. Ότι τα 2 χρόνια «έρευνας», όπως ισχυρίζεται, τον κάνουν ειδικό. Ο αρθρογράφος όμως, όπως αποδεικνύεται, δεν είναι θεολόγος του Ισλάμ ούτε έχει την στοιχειώδη Ισλαμική παιδεία. Μια σύντομη διαδικτυακή έρευνα στα άρθρα του Μητρονίκα αποκαλύπτει ότι οι «γνώσεις» του περί Ισλάμ δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα συνονθύλευμα Ισλαμοφοβικών απόψεων από συγκεκριμένες γεωπολιτικές δεξαμενές σκέψεις που στόχο έχουν να δαιμονοποιήσουν το Ισλάμ, τους Μουσουλμάνους και την Μ. Ανατολή. Μην ξεχνάμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι Ηλεκτρολόγος Μηχανικός Η/Υ. Και αυτό είναι το πρόβλημα πολλές φορές, ο κάθε άσχετος καταπιάνεται με θέματα που δεν γνωρίζει με αποτέλεσμα να παραπλανά τον εαυτό του και ακόμα και χειρότερα τους γύρω του.
Η μεθοδολογία τήρησης του Ισλάμ: μεταξύ των τρομοκρατών και του Ορθόδοξου Ισλάμ
Το άρθρο του αδαή επικριτή περιβάλλεται από τον εξής προβληματικό συλλογισμό: «Ο Προφήτης πολεμούσε και καλούσε στο Τζιχάντ, οι σημερινοί Μουσουλμάνοι τρομοκράτες καλούν και πολεμούν εις το όνομα του Τζιχάντ και του Ισλάμ, άρα το Ισλάμ των τρομοκρατών είναι όμοιο με το Ισλάμ του Προφήτη» (δικιά μου παράφραση). Τέτοιου είδους παρομοιώσεις παρουσιάζονται συχνά από μεριά των πολέμιων για όλες σχεδόν τις Ισλαμικές έννοιες (κυρίως νομολογικές). Σκοπός βέβαια είναι να στοχοποιηθεί το Ισλάμ και να εννοηθεί ότι τρομοκρατία και Ισλάμ σχετίζονται η τουλάχιστον συνδέονται κατά κάποιον τρόπο.
Σε αυτήν την προβληματική σύγκριση έχω απαντήσει ουκ ολίγες φορές. Έχουμε αναδείξει την αιρετική μεθοδολογία των τρομοκρατών αιρετικών και την χαοτική απόσταση που τους χωρίζει με την Ισλαμική Ορθόδοξη μεθοδολογία τήρησης του Ισλάμ. Παράδειγμα το Τζιχάντ. Το Τζιχάντ είναι η τιμή μας, η αγάπη μας και αναπόσπαστο κομμάτι της πίστης μας. Κανείς Μουσουλμάνος δεν το αρνείται. Αυτό που αρνούμαστε και καταδικάζουμε σαν Μουσουλμάνοι είναι η τρομοκρατική μεθοδολογία και η φονική έκφραση. Άλλο το Τζιχάντ των αιρετικών τρομοκρατών (των Χαριτζιτών πιο σωστά) και άλλο το Τζιχάντ της Ισλαμικής Ορθοδοξίας των πρώτων Μουσουλμάνων. Ποια είναι η κατανόηση και η μεθοδολογία τήρησης του Τζιχάντ των τρομοκρατών και ποια της Ισλαμικής Ορθοδοξίας; Το ερώτημα αυτό το απαντώ σε μια συγκεκριμένη διάλεξη με τίτλο «Το Τζιχάντ στο Ορθόδοξο Ισλάμ και το ψευτο Τζιχάντ των τρομοκρατών και εξτρεμιστών».  
Ένας αντικειμενικός μελετητής της ιστορίας εύκολα αντιλαμβάνεται τις αυθαίρετες και τις ανυπόστατες δηλώσεις του Μητρονίκα. Δε χρειάζεται καν να είσαι ιστορικός για να καταλάβεις τις χοντροκομμένες παρομοιώσεις που στόχο έχουν να φοβίσουν και να παραπλανήσουν. Συνεπως ο ορθός τίτλος του άρθρου του έπρεπε να ήταν «μια σταγόνα παραπληροφόρησης και δυο σταγόνες αδαημοσύνης για το Ισλάμ» 
πηγή: ahmadeldin.org
Αυτά ήταν τα δυο άρθρα. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Εγώ έχω να πω μόνο τα παρακάτω. Διαβάζοντας πρώτα το άρθρο του Πάνου Μητρονίκα έμεινα με μια πικρή απορία. Κατ΄αρχήν δεν είμαι ψυχολογικά έτοιμος να απορρίψω τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκεία του κόσμου σήμερα συλλήβδην ως εξτρεμιστική - τρομοκρατική. Και αυτό νομίζω είναι το γενικότερο ευρωπαϊκό πρόβλημα όσον αφορά στην ευρύτερη θεώρηση απέναντι σε αυτή τη θρησκεία. Αλλά και πάλι, αν το δεχθούμε αυτό, ποιό είναι το πρακτέο; Πρέπει να πάρουμε ένα αυτόματο και να αρχίσουμε να θερίζουμε εξτρεμιστές τρομοκράτες μουσουλμάνους, όπου τους παίρνει το μάτι μας; Δεν είναι προφανές ότι αυτό θα οδηγήσει την υφήλιο σε μια άνευ προηγούμενου ζούγκλα;

Δυστυχώς όμως, η απάντηση του Αχμάντ Ελντίν δε με καθησύχασε καθόλου. Θα τολμούσα να πω ότι μάλλον με έκανε να δω το πρώτο άρθρο με περισσότερη κατανόηση. Η απάντηση του Αχμάντ Ελντίν επιβεβαίωσε το απόλυτο χάσμα ανάμεσα στους δυο κόσμους. Κάθε απάντηση που δόθηκε ήταν καθαρά ισλαμοκεντρική, με βάση δηλαδή την ερμηνεία που τα ιερά κείμενα δίνουν για τον κόσμο.  Και είναι ακριβώς αυτή ανάγκη του αρθρογράφου να καταφεύγει στα ιερά κείμενα, και όχι στον "ορθό λόγο", που εξασθενεί κάθε ελπίδα αμοιβαίας κατανόησης. Ενδεικτικό είναι ότι, κάθε φορά που αναφέρεται ο αρθρογράφος στον Προφήτη, νοιώθει την ανάγκη ή την υποχρέωση να αναφέρει στα Αραβικά τη φράση "η ειρήνη πάνω του".   

Κατά τη γνώμη μου έχουμε πολύ δρόμο ακόμα για να υπάρξει κάποια μορφή συμβιβασμού. Στην πράξη η κατάσταση οδηγείται σε ακριβώς αντίθετο δρόμο. Και η Ευρώπη, ο Δυτικός κόσμος είναι ανέτοιμος. Αν ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας του Ναζισμού, ο 21ος θα σημαδευθεί από τον Ισλαμισμό. Και δε θα μπορούμε να το ερμηνεύσουμε...