Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016

Ανελεύθερες πρακτικές (της Βίβιαν Στεργίου από τον amagi)

Η κυβέρνηση δεν θέλει τις ανεξάρτητες Αρχές. Αυτό είναι απολύτως συνεπές με την απέχθειά της προς την ελεύθερη αγορά. Στην τηλεόραση, αποφάσισε να παρακάμψει την αρμόδια κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητη Αρχή, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) και να αποφασίσει αυτή η ίδια ότι θα δοθούν μόνον 4 τηλεοπτικές άδειες. Στην ενέργεια και τον ανταγωνισμό, παρενέβη ευθέως με διορισμούς και φωτογραφικές διατάξεις στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) και την Επιτροπή Ανταγωνισμού, για να επηρεάσει τον τρόπο λειτουργίας και συγκρότησής τους. Για να καταλάβει κανείς σε όλη της την έκταση τη σημασία αυτών των παρεμβάσεων στη διοίκηση, πρέπει πρώτα να σκεφτεί για ποιο λόγο υπάρχουν αυτές οι ανεξάρτητες Αρχές. Θα προσπαθήσουμε να το εξηγήσουμε.

Ανεξάρτητες Αρχές που ρυθμίζουν ή εποπτεύουν μία συγκεκριμένη αγορά έχουν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη. Όταν κατέρρευσε η ιδέα του κράτους των παροχών, του κράτους που διαχειρίζεται κρίσιμους τομείς της οικονομίας και παρέχει στους πολίτες αναγκαίες υπηρεσίες (ηλεκτρισμό, τηλεπικοινωνίες, ιατρική περίθαλψη…), η διαχείριση και η εκμετάλλευση σημαντικών τομέων της οικονομίας πέρασε (και) σε ιδιωτικά χέρια. Ανάλογα με τη χώρα, η εμπλοκή του κράτους συρρικνώθηκε λιγότερο ή περισσότερο. Το κράτος θα συνέχιζε να συμμετέχει στην παροχή αυτών των υπηρεσιών, υποκείμενο όμως και αυτό στους κανόνες της αγοράς, ενώ θα επιτρεπόταν στους ιδιώτες να δράσουν εκεί όπου μέχρι πριν υπήρχε κρατικό μονοπώλιο. Έτσι, ιδιώτες άρχισαν να έχουν τηλεοπτικά κανάλια, να παράγουν ενέργεια ή να παρέχουν υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας. Ο ανταγωνισμός που θα αναπτυσσόταν θεωρήθηκε ότι θα ωφελούσε τους καταναλωτές ως προς την ποιότητα των υπηρεσιών και τις τιμές, ενώ αναπτύχθηκε η ιδέα ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία ήταν κάτι καλό. Ένας ιδιώτης έχει κίνητρο να δράσει πιο αποτελεσματικά —δηλαδή να παρέχει μια υπηρεσία με μικρότερο κόστος— επειδή ξοδεύει τα δικά του χρήματα και όχι των φορολογούμενων.

Πολλές αγορές δεν μπορούν όμως να είναι εντελώς ελεύθερες. Λόγω εγγενών (μονοπωλιακών ή άλλων) χαρακτηριστικών τους, δεν μπορούν να μείνουν χωρίς καμία απολύτως ρύθμιση. Για παράδειγμα, η ανάγκη να μη μείνει κανείς χωρίς ηλεκτρισμό ή η απαίτηση να μην επιβαρύνεται υπερβολικά το περιβάλλον από την παραγωγή ενέργειας δικαιολογούν διαρκείς ρυθμίσεις και παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας. Τον ρόλο του ρυθμιστή για τις αγορές αυτές ανέλαβαν ανεξάρτητες Αρχές. Επειδή οι αγορές που απελευθερώθηκαν (τηλεπικοινωνίες, ενέργεια, τηλεόραση κλπ.) ήταν πρώην κρατικά μονοπώλια, θεωρήθηκε ότι το κράτος ήταν ακατάλληλο να αναλάβει αυτό το ίδιο τη ρύθμιση και την επίβλεψη της λειτουργίας τους. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι ανεξάρτητες από το κράτος Αρχές. Η ανεξαρτησία τους είναι διπλή: και ως προς τους παράγοντες της αγοράς και ως προς το κράτος. Παράλληλα, για τους τομείς της οικονομίας που μπορούσαν να καθορίζονται πλήρως από τις δυνάμεις του ελεύθερου ανταγωνισμού, δημιουργήθηκαν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη Αρχές αντίστοιχες της δικής μας Επιτροπής Ανταγωνισμού, δηλαδή ανεξάρτητες Αρχές που φροντίζουν για την ανεμπόδιστη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς.

Η λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών εγγυάται ότι οι αγορές που ρυθμίζονται και επιβλέπονται από αυτές θα ρυθμίζονται με βάση τους κανόνες της αγοράς και όχι την πολιτική συγκυρία. Η ιδέα είναι ότι οι πολιτικοί λειτουργούν με σκοπό την επανεκλογή τους. Αν αφήνονταν να ρυθμίσουν ανενόχλητοι τη λειτουργία διάφορων κρίσιμων αγορών, δεν θα το έκαναν με κριτήριο τη βιωσιμότητα της αγοράς και τη βελτιστοποίηση της λειτουργίας της, αλλά με τρόπο που θα τους εξασφάλιζε ψήφους, συμμαχώντας δηλαδή με τους ισχυρούς παίκτες που βρίσκονται ήδη εντός αγοράς ή με ομάδες πίεσης. Έτσι, οι πολιτικοί έχουν κίνητρο να λειτουργήσουν με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο από αυτόν που υπαγορεύουν οι κανόνες λειτουργίας μιας αγοράς. Εξ ου και οι ανεξάρτητες Αρχές ρυθμίζουν την αγορά με βάση τεχνικούς κανόνες. Έτσι, όσοι θέλουν να επενδύσουν, π.χ., στην ενέργεια, δεν φοβούνται ότι οι κανόνες του παιχνιδιού θα αλλάξουν όταν θα πλησιάζουν οι εκλογές ή όταν ένα άλλο πολιτικό κόμμα θα αναλάβει την εξουσία: γνωρίζουν ότι οι συμβάσεις θα τηρηθούν, ότι οι κανόνες θα μείνουν ίδιοι για όλο τον χρόνο που διαρκεί μία επένδυση και ότι οι κανόνες επιλέχθηκαν με οικονομικά όχι πολιτικά κριτήρια.

Όλα αυτά είναι επιστημονική φαντασία για την κυβέρνηση. Συνεπής στην ιδεολογία που εχθρεύεται την ελεύθερη αγορά, εφαρμόζει πολιτική κεντρικού σχεδιασμού. Αντίθετα δηλαδή με όσα συμβαίνουν στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, αντί να απομακρύνει το κράτος (δηλαδή τον εαυτό της) από τη ρύθμιση της αγοράς και να αφήσει την ίδια την αγορά και τις ανεξάρτητες Αρχές να θέσουν τους κανόνες του παιχνιδιού, γίνεται παρεμβατική, διορίζει σε κρίσιμες θέσεις (ΡΑΕ) και απομακρύνει από άλλες (ΕΣΡ), επιφυλάσσει στον εαυτό της εξουσίες που το σύνταγμα δεν της αναγνωρίζει — λειτουργεί, δηλαδή, ολοκληρωτικά.

Έχει άραγε σημασία αν χάσει τη δουλειά του ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού; Ή αν επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ ποιος θα παίρνει τις αποφάσεις στη ρυθμιστική Αρχή ενέργειας; Ή αν, αντί για το ΕΣΡ, δώσει τις άδειες ο κ. Παππάς; Δεν είναι άραγε αυτό μία βαρετή διαδικαστική τυπικότητα, μια παράβαση της διοικητικής διαδικασίας; Όχι, είναι μια άμεση επίθεση στην ελευθερία μας.
Οι παρεμβάσεις στην Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι ξεκάθαρη επίθεση στην ίδια την ελεύθερη αγορά. Η ελεύθερη αγορά είναι ένα δίκαιο σύστημα κατανομής πόρων. Δεν διαλέγει κάποιο πρόσωπο ποιος θα πλουτίσει: αυτό το «διαλέγουν» οι κανόνες της προσφοράς και της ζήτησης. Με τους μηχανισμούς της, κυρίως με την ανάπτυξη ανταγωνισμού μεταξύ των παραγόντων της αγοράς, εξασφαλίζει ότι οι τιμές θα είναι χαμηλές, ότι δεν θα υπάρχει υπερβολική συγκέντρωση δύναμης σε ένα πρόσωπο ή σε μία εταιρεία, ότι θα υπάρχει ελευθερία επιλογής στα καταναλωτικά αγαθά και ότι οι καταναλωτές με τις επιλογές τους θα καθορίζουν ποια προϊόντα θα παραμείνουν στην αγορά και ποια θα τεθούν εκτός (π.χ., σταματώντας να αγοράζουν κάτι). Την ανεμπόδιστη λειτουργία της αγοράς την εξασφαλίζει η Επιτροπή Ανταγωνισμού. Όταν μια εταιρεία έχει συγκεντρώσει τόση δύναμη ώστε να μπορεί να αυξήσει τις τιμές πάνω από αυτό που επιβάλλουν η προσφορά και η ζήτηση, η Επιτροπή Ανταγωνισμού της βάζει πρόστιμο· όταν μία εταιρεία μειώνει την ελευθερία των επιλογών που έχουν οι καταναλωτές, την τιμωρεί, εξασφαλίζει ότι η είσοδος στην αγορά είναι ανεμπόδιστη για όποιον θέλει να πουλήσει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του — με ακόμη πιο απλά λόγια, προστατεύει τους καταναλωτές και τη λειτουργία της αγοράς, τον μόνο αποτελεσματικό και δίκαιο τρόπο κατανομής πόρων.

Η παρέμβαση του κράτους στην ανεξαρτησία της Αρχής δείχνει την απέχθεια της κυβέρνησης για τον ανταγωνισμό. Προφανώς, η κυβέρνηση έχει κατά νου να εξασφαλίσει το συμφέρον εταιρειών που δεν θα άντεχαν τις πιέσεις της αγοράς και θα πετάγονταν εκτός, επειδή παρέχουν κάτι που δεν επιθυμούμε ή απλώς επειδή επιθυμεί να επιλέγει η ίδια (δηλαδή η κυβέρνηση) και όχι η αγορά (δηλαδή εμείς) ποιος θα πλουτίζει, πώς θα κατανέμονται οι πόροι και ποια εταιρεία θα τα πηγαίνει καλά.

Το ίδιο μαρτυρούν και οι παρεμβάσεις στην ενέργεια. Η ανεξάρτητη Αρχή ακολουθεί διαφανείς διαδικασίες όταν αναθέτει ένα έργο, εφαρμόζει τεχνικά κριτήρια όταν θέτει τους κανόνες λειτουργίας της αγοράς, και εξασφαλίζει ένα σταθερό σύστημα κανόνων, ώστε να μειώσει το ενδεχόμενο κόστος της επένδυσης καθιστώντας την πιο ελκυστική. Η κυβέρνηση αγνοεί τον τρόπο που παράγεται και κυκλοφορεί το χρήμα —θεωρεί ότι τυπώνεται και μοιράζεται με βάση πολιτικές διαπραγματεύσεις—, άρα μάλλον δεν καταλαβαίνει (στην καλύτερη εκδοχή) ότι, παρεμβαίνοντας στη ΡΑΕ, περνά το μήνυμα στους επενδυτές να φύγουν ή να μην έρθουν ποτέ, γιατί στη χώρα μας οι κανόνες του παιχνιδιού τίθενται με πολιτικά και όχι οικονομικά κριτήρια. Δεν επιθυμεί σταθερές επενδύσεις, θέλει να αποφασίζει η ίδια ποιος θα κερδίσει από την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων.

Με την ολοκληρωτικής έμπνευσης (και αντισυνταγματική φυσικά) αφαίρεση εξουσιών από το ΕΣΡ και τη μεταφορά τους στον Νίκο Παππά (εντέλει: στον ίδιο τον πρωθυπουργό!), η κυβέρνηση στόχευσε σε δύο αγορές: την αγορά για τα τηλεοπτικά κανάλια και την αγορά των ιδεών. Κλείνει την πρώτη και ελέγχει τη δεύτερη, υψώνοντας αυθαίρετα ένα εμπόδιο για όσους θέλουν να μπουν στην ελληνική τηλεοπτική αγορά. Και λέμε αυθαίρετα, γιατί δεν υπάρχουν τεχνικοί λόγοι που να δικαιολογούν έναν τέτοιο περιορισμό. Ενώ δηλαδή θα έπρεπε να αφήσει το ΕΣΡ να αποφασίσει πόσες άδειες θα δοθούν και να διεξαγάγει τον διαγωνισμό, η κυβέρνηση αφήνει στο ΕΣΡ να επιβλέψει το τεχνικό κομμάτι, αποφασίζει (και διατάσσει) ότι θα δοθούν μόνο 4 άδειες για ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και ουσιαστικά επιβάλλει τον κεντρικό έλεγχο της τηλεόρασης από το κράτος. Ούτε συνταγματικό, ούτε δημοκρατικό είναι αυτό, φυσικά. Έτσι όμως ελέγχει και την αγορά των ιδεών, μια αγορά στην οποία συμμετέχουμε όλοι. Στις χώρες με ελευθερία και δημοκρατία, οι πολίτες λένε ελεύθερα αυτό που θέλουν. Αν οι άλλοι συμφωνούν, η ιδέες γίνονται δημοφιλής, ασκούν επιρροή, γίνονται η βάση για περισσότερες ιδέες. Αν όχι, κανείς δεν τους δίνει σημασία — και βγαίνουν εκτός αγοράς. Το φυσιολογικό είναι κάποιες ιδέες να βρίσκονται, εκτός όχι επειδή δεν είναι αρεστές στην εξουσία, όχι επειδή εμποδίστηκε η μετάδοση και η διάδοσή τους, αλλά επειδή δεν κατάφεραν να πείσουν, επειδή οι άνθρωποι δεν επέλεξαν να τις συμμεριστούν. Η κυβέρνηση όμως δεν θέλει ούτε εδώ ελεύθερες διαδικασίες. Το δικαίωμά μας να εκφράζουμε τη γνώμη μας μαζί με το παθητικό μας δικαίωμα να ακούμε τη γνώμη των άλλων έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Μόνο 4 κανάλια θα μπορούν να μεταδίδουν γνώμες και μόνο από 4 κανάλια θα μπορούμε να ακούμε ειδήσεις και ιδέες. Η αρχή που θα μας προστάτευε απέναντι σε τέτοιους αδικαιολόγητους περιορισμούς παρακάμφθηκε, και η αρμοδιότητά της —μολονότι γραμμένη στο Σύνταγμα— αγνοήθηκε πλήρως.

Όσο και αν κατηγορείται η κυβέρνηση για ασυνέπεια, η επίθεσή της στη νομιμότητα και την ελεύθερη αγορά έχει την τρομαχτική συνέπεια ολοκληρωτικού καθεστώτος. Δεν είναι ένα τεχνικό θέμα, μια κουβέντα για όσους τους αρέσει να ασχολούνται με τη διοίκηση και τις διαδικασίες λειτουργίας της. Είναι μια επίθεση στην ελευθερία μας, ως καταναλωτών και ως πολιτών. Η οικονομική ελευθερία και οι άλλες ελευθερίες πάνε μαζί.

Καθώς γινόμαστε φτωχότεροι σε χρήματα, γινόμαστε φτωχότεροι και σε δικαιώματα.

πηγή: amagi.gr

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Οι προσφυγικές και μεταναστευτικές εισροές ως πρόκληση για τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες, και η πολυπολιτισμικότητα ως απάντηση* (του Γιάννη Αναστασίου από τη Μεταρρύθμιση)

H είσοδος προσφύγων και μεταναστών φαίνεται να δοκιμάζει τις κοινές ευρωπαϊκές αξίες. Είναι κατά τη γνώμη σας η πολυπολιτισμικότητα απάντηση σε αυτή την πρόκληση;*
 Εισαγωγή
Ο κόσμος μας μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στην Αμερική και τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας που ακολούθησε στο Αφγανιστάν, άλλαξε. Η πρόσφατη τρομοκρατική επίθεση στο Παρίσι και η κλιμάκωση των  πολεμικών συγκρούσεων στη Συρία, συνθέτουν ένα πολύπλοκο περιβάλλον οι  επιπτώσεις του οποίου ακόμη δεν έχουν πλήρως αποτυπωθεί για την περιοχή μας. Οι συνέπειες όσων συμβαίνουν σε γεωπολιτικό επίπεδο δεν είναι μόνο στρατιωτικές και μόνο για τις χώρες όπου διεξάγονται οι πολεμικές συγκρούσεις. Οι μεταναστευτικές ροές και οι πρόσφυγες καθίστανται ένα ευρωπαϊκό προβλήματα φυσικό επακόλουθο όσων συμβαίνουν.

Οι φιλελεύθερες ευρωπαϊκές αξίες και η ξενοφοβία

Κρίσιμο ρόλο στη κατανόηση των φοβικών αντανακλαστικών που προκαλεί η μετανάστευση στις φιλελεύθερες κοινωνίες, διαδραματίζει η επιρροή της πολιτικής σκέψης του κοινοτισμού, που αναδεικνύει την αξία της κοινότητας ακόμη και ως προτεραιότητα σε σχέση με την ελευθερία και την ισότητα που παράγονται από εκείνη.(Kymlicka,W, Πόλις 2005,319)

Στα φιλελεύθερα οράματα η κοινότητα ωστόσο, υπάρχει ήδη, βρίσκεται στις κοινές κοινωνικές πρακτικές, στις πολιτισμικές παραδόσεις και στις κοινές κοινωνικές κατανοήσεις, δεν ξεχωρίζει με βάση την κοινή εθνικότητα, γλώσσα, ταυτότητα, πολιτισμό, θρησκεία, ιστορία ή τον τρόπο ζωής.
Η ανεκτικότητα που αποτελεί θεμελιώδη αξία προαγωγής των ευρωπαϊκών αρχών της ατομικής ελευθερίας ή αυτονομίας στο πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, ωστόσο, φαίνεται να μεταμορφώνεται σε μη ανεκτικότητα προς στις μη φιλελεύθερες ομάδες. Η αυτονομία οδηγεί τη φιλελεύθερη θεωρία, στην αποδοχή  της αλλοτρίωσης των ομάδων που είναι αφοσιωμένες στον φιλελευθερισμό, υπονομεύοντας τους θεσμούς που τον διέπουν . (Kymlicka,W, Πόλις 2005,344)
Ο πλουραλισμός των αξιών  από την άλλη, μολονότι εμφανίζεται ως προϋπόθεση της σύγχρονης δυτικής σκέψης  για τη σαφή ηθική και θεσμική εμπέδωση της ανεκτικότητας, δεν προκύπτει εύκολα, αναδεικνύοντας επίσης αντιφάσεις. Η αντίφαση λ.χ των φιλελευθέρων ευρωπαϊκών κρατών απέναντι στους πρόσφυγες και μετανάστες, έγκειται στην μην επέκταση γι’ αυτούς, της αρχής της θρησκευτικής ανεκτικότητας, την ώρα που η εν λόγω αρχή, υπήρξε κρίσιμη παράμετρος ως ατομικό δικαίωμα για τους ίδιους τους Ευρωπαίους, στην οικοδόμηση της φιλελεύθερης θεωρίας στο πλαίσιο της θρησκευτικής ανεκτικότητας στη δύση. Η κοινή τους πεποίθηση περί δικαιοσύνης, δεν επαρκεί για την διατήρηση και ενίσχυση της αλληλεγγύης, της κοινωνικής ενότητας ή της πολιτικής νομιμοποίησης . (Kymlicka,W, Πόλις 2005,374)
Η φιλελεύθερη δικαιοσύνη λειτουργεί με το αίσθημα της ηθικής κοινότητας, στο πλαίσιο των συνόρων τα οποία θεωρούνται σημαντικά. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,375)
Το πρόβλημα των μεταναστευτικών ροών, συνδέεται, θεμελιωδώς με τη θέση του Μακιαβέλι περί κατανόησης της πολιτικής, ως ζήτημα που ενώνει τον αυτοπροσδιορισμό, με την αυτοπροστασία, μέσα από το κράτος δικαίου, τις εκλογικές διαδικασίες, την ασφάλεια και το δίχτυ κοινωνικής προστασίας. (D. Held, Αθήνα, 2007, 320)
Ο Μακιαβέλι, διακήρυττε ότι η πολιτική του κράτους και η πάση θυσία επιδίωξη της ισχύος του, έχουν προτεραιότητα έναντι των ατομικών συμφερόντων και της ιδιωτικής ηθικής (D. Held , Αθήνα, 2007, 70) Το καλό κράτος έλεγε ήταν πρώτα και κύρια το ασφαλές και σταθερό κράτος.
Η διάσταση της αντίληψης της κυριαρχίας και της ασφάλειας του κράτους έθνους, που ελέγχει το πεπρωμένο του δεν αμφισβητείται, εξακολουθεί και σήμερα να είναι στο επίκεντρο της συζήτησης για τη δημοκρατία στις σύγχρονες δυτικές δημοκρατίες. (D. Held, Αθήνα, 2007,  397) Η πολιτική εκπροσώπηση άλλωστε, βρίσκεται προσηλωμένη στα μέσα ενημέρωσης, κενή από ιδέες και ηγετικές φυσιογνωμίες που καθοδηγούν την κοινή γνώμη, αντί να ελέγχονται από αυτή. (D. Held, Αθήνα, 2007, 324) Οι εκλογές μοιάζουν με καταναλωτική επιλογή, καθώς οι πολίτες εγωιστικά, επιδιώκουν ως αντάλλαγμα εκλογής των εκπροσώπων τους, την απόκτηση και κατοχή αντικειμένων και πόρων, για την ικανοποίηση των προσωπικών τους αναγκών ή επιθυμιών. (D. Held, Αθήνα, 2007, 325)
Η κυριαρχία του κράτους έθνους μέσω της ύπαρξης των συνόρων λοιπόν, τροφοδότησε τον εθνικισμό με την ιδέα της ενιαίας εθνικής κοινότητας, ορίζοντας την έννοια του έθνους  ως ενιαία πολιτική κοινότητα με κοινή εθνική γλώσσα, κοινό πολιτισμό και ταυτότητα, οδηγώντας στην  έκφραση του φιλελεύθερου εθνικισμού.
Η ιδέα της εθνικότητας σε αυτή την έκφανση του εθνικισμού, αποτελεί σημαντική βάση για την επίτευξη των φιλελεύθερων ιδεωδών της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, εντός των τειχών, όχι όμως στη κλίμακα των ζητημάτων της παγκόσμιας δικαιοσύνης. Ο φιλελεύθερος εθνικισμός αδιαφορεί για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, μολονότι  η διάσταση της παγκόσμιας δικαιοσύνης αμβλύνει τα προβλήματα που οδηγούν στις συγκρούσεις. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,391)

Το μοντέλο της ιδιότητας του πολίτη ως κατόχου κοινών δικαιωμάτων, συνδέεται επίσης με τις ιδέες της εθνικής ολοκλήρωσης. Η ενσωμάτωση ορισμένων ομάδων  σ’ έναν κοινό εθνικό πολιτισμό, βάση επιδοματικών πολιτικών σύγκλησης, σημαίνει πολιτικές οικονομικής αναδιανομής, άρσης αδικιών και αποκλεισμών. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,455) Αυτή η προοπτική φοβίζει τόσο τους ανθρώπους που διαθέτουν πλούτο, όσο και αυτούς που θεωρούν ότι, θα υποστούν τις συνέπειες από τη διάβρωση του κράτους πρόνοιας και των αναδιανεμητικών πολιτικών που ίσχυαν υπέρ τους.

Το μεταναστευτικό και το προσφυγικό πρόβλημα συνδέονται, ωστόσο είναι διαφορετική η νομική υπόσταση του πρόσφυγα και άλλη αυτή του οικονομικού μετανάστη, ο οποίος όταν έχει εισέλθει παράνομα σε μία χώρα  αντιμετωπίζει την προοπτική της απέλασης. Σύμφωνα με το άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες, στον καθένα μπορεί να χορηγηθεί άσυλο εάν αυτός προέρχεται από κράτος που απειλείται η ζωή του, η ελευθερία του εξαιτίας της φυλής του, της θρησκείας, της ιθαγένειας του, ή της συμμετοχής του σε μία κοινωνική ομάδα ή λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων. (J.Habermas, 1994, Αθήνα, 95)

Οι μεγάλες μάζες των μεταναστών ιστορικά, είναι αυτές που αναζητούν εργασία για ένα καλύτερο μέλλον, δηλ, είναι κατά βάση οικονομικοί μετανάστες.

Οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στη μετανάστευση

Οι αρμονικές και συμμετρικές πολιτικές σχέσεις τίθενται υπό αμφισβήτηση σ’ ένα κόσμο σύνθετο, περιφερειακών και παγκόσμιων αλληλεξαρτήσεων. (D. Held, Αθήνα, 2007,  398)  Η συνοχή, η βιωσιμότητα και η υποχρέωση λογοδοσίας των ίδιων των εθνικών κέντρων επί των αποφάσεων που λαμβάνουν επηρεάζουν άλλα ή γειτονικά κράτη. Οι παραδοσιακές εθνικές λύσεις που αφορούν κεντρικά ζητήματα της δημοκρατικής θεωρίας και πρακτικής αμφισβητούνται.

Η πολιτική εκτυλίσσεται με αβεβαιότητα και απροσδιοριστία  σ’ έναν κόσμο κίνησης αγαθών κεφαλαίων, ροής πληροφοριών, ανταλλαγής πολιτισμών, μετακίνησης ανθρώπων, αλληλεπίδρασης και άσκησης της εξουσίας, αυτό που ονομάζουμε πλαίσιο παγκοσμιοποίησης. (D. Held,  Αθήνα, 2007, 401)

Το έθνος κράτος βεβαίως, δεν παραμείνει ανεπηρέαστο από τη μεταβολή του βαθμού αυτονομίας του και τη διασταύρωση των εθνικών, διεθνών και υπερεθνικών δυνάμεων και σχέσεων. (D. Held, Αθήνα, 2007,  402) Η κυριαρχία του διαβρώνεται, εκτοπιζόμενη από μορφές υψηλότερης  και ανεξάρτητης εξουσίας, που περικόπτουν τη νόμιμη βάση λήψης των αποφάσεων, εντός του εθνικού πλαισίου. Έρχεται αντιμέτωπο με την απώλεια της ίδιας της κυριαρχίας του (D. Held, Αθήνα, 2007,   403) και αυτό έχει επιπτώσεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Η παγκοσμιοποίηση των  πολυεθνικών επηρεάζει βαθύτατα την μακροοικονομική πολιτική, μετατοπίζοντας τη  ζήτηση για εργασία σε χώρες με χαμηλό κόστος, ενώ η τεχνολογική εξέλιξη στις επικοινωνίες και τις μεταφορές διαβρώνουν τα όρια των χωριστών αγορών διεθνοποιώντας τη παραγωγή. Η διαχείριση των οικονομιών έγινε δυσκολότερη και πιο δαπανηρή, οδηγώντας στην απώλεια ελέγχου των εθνικών οικονομιών.

Σημαντικές είναι οι επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης και στο επίπεδο της κουλτούρας. Η τεχνολογική επανάσταση της πληροφορικής, η τηλεόραση και ο κινηματογράφος, έχουν φέρει τους πολίτες του κόσμου περισσότερο κοντά στις εξελίξεις και στη κουλτούρα των ανεπτυγμένων χωρών της δύσης. (D. Held, Αθήνα, 2007,  413) Το όνειρο του δυτικού τρόπου ζωής, απέχει πλέον ένα κλικ από το κινητό τηλέφωνο όλων.

Ο κόσμος βιώνει το κρίσιμο σημείο μετάβασης της εξουσίας σταδιακά στα χέρια του πολυεθνικού κεφαλαίου, που εξασθενεί τη δημοκρατία. Η παγκοσμιοποίηση είναι μία «διαλεκτική διαδικασία» (D. Held, Αθήνα, 2007,  421) που ανέδειξε όχι μόνο την κατανόηση μεταξύ των λαών, αλλά και τους οικονομικούς ανταγωνισμούς και τις διαφορές τους, δυσκολεύοντας την εμπέδωση της κοσμοπολίτικης δημοκρατίας που προϋποθέτει, την εμβάθυνση, τη διεύρυνση και τη κατοχύρωση των δημοκρατικών θεσμών σε μια κοσμοπολιτική βάση. (D. Held, Αθήνα, 2007,  416)

Η πολυπολιτισμικότητα και το παράδειγμα των ΗΠΑ

Στις ανεπτυγμένες χώρες η μετανάστευση προκαλεί ξενοφοβία. Ορισμένες ομάδες πιστεύουν ότι η πολυπολιτισμικότητα θα παραβιάσει τον ζωτικό εθνικό τους χώρο, εξαιτίας της «ιδέας της αυθεντικότητάς» (Taylor, Αθήνα , 2013, 189) των διαφορετικών ομάδων, που τη συνοδεύει.
Ο φόβος ωστόσο της αποδυνάμωσης της φιλελεύθερης δημοκρατίας αποδεικνύεται λανθασμένος. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν υπάρχουν στατιστικές διαφορές μεταξύ μεταναστών και εθνικών μειονοτήτων με τη πλειονότητα μιας εθνικής κοινότητας, ως προς την αφοσίωσή τους στις φιλελεύθερες ιδέες, μάλιστα, ακόμη και όταν οι χώρες προέλευσης τους, έχουν ελάχιστα κοινά στοιχεία με τη φιλελεύθερη δημοκρατία. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,461)

Η πολυπολιτισμικότητα ενισχύει την αλληλεγγύη, προάγει την πολιτική σταθερότητα, οδηγώντας τις μειονότητες να υιοθετήσουν πραγματικά τους πολιτικούς θεσμούς της χώρας όπου φιλοξενούνται.
Οι επιπτώσεις της πολυπολιτισμικότητας εξαρτώνται, από το εάν οι άνθρωποι που την επικαλούνται αποδέχονται το φιλελεύθερο αναθεωρητικό και πλουραλιστικό χαρακτήρα των σκοπών της και  οι επικριτές της μετανάστευσης αυτό δεν το πράττουν. Ως εκ τούτου τότε υπάρχει ζήτημα για την ατομική ελευθερία, καθώς  η πολυπολιτισμικότηττα γίνεται συντηρητική, προσεγγίζοντας τον εθνικισμό, αντικαθιστώντας τις φιλελεύθερες αρχές  με κοινοτιστικές πολιτικές του κοινού αγαθού, στο τοπικό πλαίσιο μιας ομάδας.

Ο πολιτισμικός συντηρητισμός οδηγεί την ομάδα στο φόβο απέναντι στην ανοιχτή κοινωνία, την κινητικότητα των ανθρώπων, την ποικιλομορφία και αυτονομία του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,497)

Γίνεται λοιπόν αντιληπτή, η ανάγκη προστασίας της ελευθερίας των ατόμων εντός της ομάδας  και η  προαγωγή σχέσεων ισότητας και μη κυριαρχίας μεταξύ των ομάδων. Οι φιλελεύθεροι υπερασπιστές της πολυπολιτισμικότητας, οφείλουν να διαχωρίσουν τα  κακά μειονοτικά δικαιώματα που περιορίζουν τα ατομικά δικαιώματα, από τα καλά που λειτουργούν συμπληρωματικά προς αυτά.
ΟΙ ΗΠΑ αποτελούν ένα πετυχημένο χαρακτηριστικό παράδειγμα πολυεθνικού κοινωνικό πολιτιστικού μοντέλου που χαρακτηρίζεται από πολιτισμική πολυμορφία.

Η συνύπαρξη διαφορετικών εθνικών ομάδων και πολιτισμικών μορφών ζωής με βάση την αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν επιβαρύνει τη θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων. Προκύπτει από την εξασφαλισμένη δυνατότητα ν’ αναπτύσσεται χωρίς περιορισμούς σ’ ένα πολιτισμικό κόσμο παραδόσεων, που θα  τον συνεχίσουν και μετασχηματίσουν οι εθνικές ομάδες, μεγαλώνοντας με ασφάλεια τα παιδιά τους. Οι πολιτισμοί άλλωστε επιβιώνουν μόνον όταν αντλούν τη δύναμη του αυτομετασχηματισμού τους από τη κριτική και το διαχωρισμό. (J.Habermas, 1994, Αθήνα, 80, 83)
Η αγγλική γλώσσα και η ταύτισή της με τις ευκαιρίες ζωής των πολιτών στις ΗΠΑ, εξέθρεψε την εθνική ταυτότητα της χώρας, η οποία ορίζεται εν μέρει εξαιτίας της κοινής ιδιότητας του μέλους σε έναν κοινωνικό πολιτισμό. Η ενσωμάτωση των πολιτών εξασφαλίζεται από την αφοσίωση του κοινού πολιτικού πολιτισμού, ο  οποίος έχει τις ρίζες και την ερμηνεία των συνταγματικών αρχών σ’ ένα κράτος δικαίου . Μιλάμε δηλ, για το ηθικό περιεχόμενο του συνταγματικού πατριωτισμού και την ουδετερότητά του δικαίου απέναντι σε όλους, που οδηγούν στην πολιτική ενσωμάτωση των πολιτών με τη συναίνεσή και συγκατάθεσή τους. (J.Habermas, 1994, Αθήνα, 86

Ο μονόδρομος της επιλογής της φιλελεύθερης πολυπολιτισμικής ενσωμάτωσης  

Αν και το αμερικανικό μοντέλο δεν δείχνει να είναι ακριβώς η απάντηση στο ευρωπαϊκό μεταναστευτικό πρόβλημα, ωστόσο βασικές φιλελεύθερες αρχές που το διέπουν, ήδη εφαρμόζονται ή αποτελούν τμήμα της υπό διαμόρφωση μεταναστευτικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δυστυχώς εμπλουτίζεται με το κλείσιμο των συνόρων και την δημιουργία φρακτών.

Η Ε.Ε μολονότι αποτελεί  χαρακτηριστικό παράδειγμα «οιονεί υπερεθνικού» οργανισμού, που παρέχει ευκαιρίες και θεσπίζει νόμους οι οποίοι επιβάλλονται με τη συναίνεση τους στα κράτη μέλη, ωστόσο, στην αντίληψη περί κυριαρχίας στο εσωτερικό της, θεωρείται «νεκρή ως αδιαίρετη, απεριόριστη και αποκλειστική μορφή δημόσιας εξουσίας, ενσωματωμένης σε ένα ξεχωριστό κράτος». (D. Held, Αθήνα, 2007, 409)

Οι  περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αυτοπροσδιορίζουν την εθνική τους συνείδηση, όχι με την ιδέα του εδαφικού κράτους, αλλά  με αυτή του πολιτιστικού έθνους που δεν πρέπει να αλλοιωθεί ,ιδέα η οποία αποτέλεσε το υπόβαθρο ανάπτυξης εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας στο πρόσφατο παρελθόν.
Η ξενοφοβία είναι εξαιρετικά διαδεδομένη στα κράτη μέλη της Ε.Ε, (J.Habermas, 1994, Αθήνα, 89) που είναι πλέον προορισμός μεταναστών, ιδιαίτερα αυτών της κεντρικής Ευρώπης.

Η απόφαση της μετανάστευσης σε μία ελεύθερη και δημοκρατική χώρα λαμβάνεται κατά κανόνα για οικονομικούς λόγους.  Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί ότι μεταξύ 1800 και 1960 σε ποσοστό 80% οι φωνασκούντες σήμερα Ευρωπαίοι, αποτελούσαν τα μεταναστευτικά κύματα στην αναζήτηση βελτίωσης των συνθηκών της ζωής τους, συμβάλλοντας μάλιστα η μετανάστευση στην βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των χωρών της Ευρώπης. (J.Habermas, 1994, Αθήνα, 96)

Η πολιτική της αναγνώρισης του μετανάστη και πρόσφυγα σ’ ένα σύγχρονο φιλελεύθερο κράτος, εντάσσεται στην ίδια λογική αξίωσης της πολιτικής αναγνώρισης του χρώματος του δέρματος ή του σεξουαλικού σώματος του υποκειμένου, με τρόπο που φέρνει σε δύσκολη θέση κάποιον που επιθυμεί νε θεωρεί το χρώμα τ ή την σεξουαλική ταυτότητα, ως προσωπικές διαστάσεις του εαυτού του. (Taylor, Αθήνα , 2013,204)

Οι χώρες που δεν έχουν παράδοση υποδοχής νεοεισερχόμενων μεταναστών, συχνά είναι πιο ξενοφοβικές και επιρρεπείς  θεωρώντας τους ξένους δυνητική απειλή για την ασφάλεια τους. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,485) Το πρόβλημα για τις χώρες υποδοχής, προκύπτει όταν η επιθυμία της μετανάστευσης προσκρούει στην ετοιμότητα υποδοχής και αντοχής από μέρους τους.
Η Ε.Ε σήμερα στη προσπάθειά της ν’ ανακόψει τη μεταναστευτική παλίρροια, συνδυάζει περιοριστική πολιτική εισόδου με πολιτικές που στοχεύουν στην ταχεία και αποτελεσματική αντιμετώπιση των αιτήσεων ασύλου και πρακτική απελάσεων όσων η αίτηση έχει απορριφθεί.
Το πρόβλημα της ξενοφοβίας είναι σύνθετο, θέτοντας με τα επιτάσεως το ζήτημα της νόμιμης εισόδου σε μία χώρα, καθώς το  δικαίωμα της μετανάστευσης και η αναζήτηση καλύτερης ζωής, βρίσκει τα όρια του στο δικαίωμα μια πολιτικής κοινότητας, να διατηρήσει άθικτη την πολιτικο- πολιτιστική ταυτότητά της. (J.Habermas, 1994, Αθήνα,91)

Η επιτυχημένη ενσωμάτωση εξαρτάται ωστόσο και από την ετοιμότητα των μεταναστών να ενταχθούν στο πολιτικό πολιτισμό της νέας τους πατρίδας, χωρίς να εγκαταλείψουν τη πολιτιστική μορφή ζωής που φέρνουν μαζί τους. Ελάχιστα στοιχεία εμπειρίας των διακοσίων ετών μετανάστευσης στη δύση, συνηγορούν στο ότι οι μόνιμοι μετανάστες ή πρόσφυγες που έχουν δικαίωμα να γίνουν πολίτες μιας χώρας, αποτέλεσαν απειλή για την ενότητα και τη σταθερότητα μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας. (Kymlicka,W, Πόλις 2005,479)

Η ένταξη των μεταναστών άλλωστε δεν γίνεται εν μια νυκτί. Είναι μία μακροπρόθεσμη διαδικασία που λειτουργεί δια μέσου των γενεών και της διασφάλισης της συστηματικής διεύρυνσης  των κοινών θεσμών που δεν τους θέτουν σε μειονεκτική σχέση σε σχέση με τον άλλο πληθυσμό. Οι παράνομοι μετανάστες άλλωστε επιδιώκουν και αυτοί να αποκτήσουν το δικαίωμα της ιθαγενείας.
Η πολυπολιτισμικότητα χωρίς την παροχή ιθαγένειας, οδηγεί στον αποκλεισμό του πολίτη . Η πολιτική που βασίζεται στην εθελοντική επιστροφή του παρανόμου μετανάστη δεν είναι ρεαλιστική και θέτει σε κίνδυνο την ευρύτερη κοινωνία, δημιουργώντας γκέτο μεταναστών, μια κατώτερη κοινωνική τάξη χωρίς δικαιώματα, απομονωμένη με φυλετικά οικονομικά και θρησκευτικά κριτήρια.
Τα προγράμματα αμνηστίας ως ηθική απαίτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας που προκύπτει από την πολύχρονη παραμονή των μεταναστών ώστε να γίνουν πολίτες αποτελούν λύση. Οι αρχικοί όροι εισόδου τους άλλωστε σε μία χώρα, από κάποια στιγμή και έπειτα δεν ενδιαφέρουν την φιλελεύθερη δημοκρατία.(Kymlicka,W, Πόλις 2005,486)

Παράλληλα με τις πολιτικές απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη, όμως, απαιτούνται και οι θεσμοί για τη ενσωμάτωση τους σε σχέση με τη γλώσσα και την εκπαίδευση. Οι παροχές αυτών  των δικαιωμάτων βοηθούν στη δικαιολόγηση της εθνικής οικοδόμησης του κράτους και την ομαλή ένταξη των μεταναστών. Τέτοια δικαιώματα έχουν να κάνουν με την πρόσληψή τους ως δημόσιοι υπάλληλοι, την στρατιωτική θητεία κ.α  Η αντίληψη της εθνικής ταυτότητας και της εθνικής ολοκλήρωσης πρέπει να είναι πλουραλιστική και ανεκτική. Όσο περισσότερο τονίζονται οι πολιτιστικές διαφορές, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να εργαστούν οι ομάδες  και τα άτομα από κοινού για να καταπολεμηθεί η οικονομική ανισότητα και η διεθνής τρομοκρατία.  (Kymlicka,W, Πόλις 2005,495)

Συμπέρασμα

Η λύση στο πρόβλημα της μετανάστευσης στην Ευρώπη δεν είναι απλή υπό συνθήκες αναβίωσης εθνικισμών, ξενοφοβίας και κλεισίματος συνόρων. Μονόδρομος δείχνει η υιοθέτηση μιας φιλελεύθερης πολυπολιτισμικής μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία ανοίγει τις πόρτες στους πρόσφυγες και μετανάστες, ρυθμίζοντας τη μετανάστευση κατά το πρότυπο των δεδομένων δυνατοτήτων, που σημαίνει ότι, προφανώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη,  οι αντοχές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο μιας χώρας ή μιας ένωσης χωρών όπως η Ε.Ε.

Η διαβουλευτική δημοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορεί να αποκαλύψει και ν’ αποκρούσει, τη μεροληψία, τη μονομέρεια και τα όρια συγκεκριμένων αντιλήψεων, των «βολεμένων» (D. Held, Αθήνα, 2007, 328) που συνδέονται με επιμέρους συμφέροντα. Η Ε.Ε δείχνει να είναι  το ιδεώδες πολιτικό και θεσμικό υπόστρωμα ελεύθερων πολιτών, από την παραμορφωτική επίδραση της ανισότητας της εξουσίας, του πλούτου, της μόρφωσης κ.α., όπου μπορούν υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις να επωαστούν οι βέλτιστες πολιτικές αντιμετώπισης του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος που εξετάσαμε.

– Ο Γιάννης Αναστασίου είναι τεταρτοετής φοιτητής του ΕΑΠ στο Τμήμα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού. Στις εθνικές εκλογες του Σεπτεμβρίου υπήρξε ο επικεφαλής του ψηφοδελτίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης στη Μαγνησία

Βιβλιογραφία
- Heywood, A., Πολιτικές Ιδεολογίες, 89-94,  κεφ. 5
- Kymlicka, W., Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, κεφ. 6, 7, 8.
- Held, D., Μοντέλα δημοκρατίας, κεφ. 2, 9, 11.
- Taylor, Ch., Πολυπολιτισμικότητα. Εξετάζοντας την πολιτική της αναγνώρισης, Πόλις 2013.
- Habermas, J. Αγώνες αναγνώρισης στο δημοκρατικό κράτος δικαίου, Λιβάνης 1994
* Πρόκειται για θέμα εργασίας του ΕΑΠ, στο μάθημα  «Ευρωπαϊκές Πολιτικές Ιδεολογίες τον Εικοστό Αιώνα».

πηγή: metarithmisi.gr 
Ο τίτλος του άρθρου είναι ελαφρά προσαρμοσμένος από το blog. Ο πίνακας του Vincent van Gogh, The Parsonage at Nuenen by Moonlight, 1885, που συνοδεύει το κείμενο, είναι επίσης επιλογή του blog.

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2016

Οι δραματικές αλήθειες του Πάνου Κατσάμπα (του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου από το europeanbusiness.gr)

Σε ένα συναρπαστικό βιβλίο του το 1988 υπό τον τίτλο «Η άχρηστη γνώση» (La Connaissance Inutile), ο αείμνηστος Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ (1924-2006) εξηγούσε ότι η πρώτη δύναμη που οδηγεί τον κόσμο είναι το ψέμμα. Έτσι, παρά το γεγονός ότι ο σημερινός κόσμος μας είναι αυτός της εκπληκτικής ανάπτυξης γνώσεων και πληροφοριών, πληθαίνουν αυτοί που απεχθάνονται την γνώση και την ορθολογική της κρίση και προτιμούν να ερμηνεύουν την πραγματικότητα μέσα από ιδεοληψίες και φαντασιώσεις. Κατά συνέπεια, όταν οι συμπεριφορές αυτές οδηγούν σε δράματα και καταστροφές, τότε αναζητιούνται συνωμότες και άλλοι υπονομευτές μιας απέραντης βλακείας. Αυτής που πηγάζει από την οργάνωση της άγνοιας και την βασιλεία της σαχλαμάρας. 

Επίκαιρα, λοιπόν, αν τα δει κανείς από αυτή την οπτική γωνία, είναι αυτά που αναφέρει ο κ. Θάνος Κατσάμπας, δρ. Οικονομικών, στο τελευταίο άρθρο του στην Καθημερινή της Κυριακής 13 Μαρτίου 2016, όπου αναλύει γιατί η χώρα μας πάσχει από ανοησία, ανικανότητα και απέραντη πολιτική ανευθυνότητα. Αναφερόμενος σε πέντε μύθους και πέντε αλήθειες για την ελληνική οικονομική κρίση, ο κ.Θ.Κατσάμπας γράφει, μεταξύ άλλων:

«Σε λιγότερο από δύο μήνες συμπληρώνονται έξι χρόνια αφότου η Ελλάδα περιέπεσε στην δίνη των προγραμμάτων στήριξης από την πρώην τρόικα, απλοϊκά γνωστών στο ευρύ κοινό με τον δημοσιογραφικό όρο “μνημόνια”. Τρεις άλλες χώρες της ευρωζώνης που είχαν επίσης υποστεί τις συνέπειες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος, μπήκαν αργότερα από την Ελλάδα και ήδη έχουν βγει από την μέγγενη των μνημονίων. Τί ήταν αυτό που κρατάει ακόμη την Ελλάδα σε περίοδο λιτότητας με αμφίβολες προοπτικές για σύντομη επάνοδο σε βιώσιμη ανάπτυξη; 

Συνοπτικά, κυρίως τρεις λόγοι: α) Άγνοια στοιχειωδών αρχών εφαρμοσμένης μακροοικονομικής πολιτικής, β) Αμάθεια των θεσμικών λειτουργιών των διεθνών οργανισμών, ειδικότερα του ΔΝΤ, και γ) Απειρία στην διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. 

Αυτές οι τρεις αδυναμίες των Ελλήνων πολιτικών ηγετών και της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, σε αγαστή συνεργασία με τα εξίσου ανεπαρκή ΜΜΕ, επέτρεψαν (ή, τουλάχιστον, διευκόλυναν) την δημιουργία πέντε μύθων που άρχισαν να εμφανίζονται στην αρχή του πρώτου προγράμματος στήριξης, τον Μάϊο του 2010, και πλανώνται ακόμη στην ελληνική κοινωνική γνώμη. Το πολιτικό κόστος, που έχουν επικαλεστεί κατά καιρούς διάφοροι αναλυτές για να εξηγήσουν την αποτυχία των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, είναι ήσσονος σημασίας σε σχέση με την άγνοια μακροοικονομικών ταυτοτήτων που οδηγούσαν συστηματικά στο αδιέξοδο “τα νούμερα δεν βγαίνουν”.

Οι πρώτοι τέσσερις μύθοι υπονόμευσαν την λήψη εγκαίρων και σωστών αποφάσεων που θα είχαν οδηγήσει στην έξοδο της χώρας από την παρατεταμένη ύφεση. Οι τρεις αφορούν το παρελθόν και ο τέταρτος το παρόν. Ο πέμπτος μύθος, που αναφέρεται στην “επόμενη μέρα” μετά την έξοδο από την κρίση, πρέπει να εκλείψει από την συνείδηση του ελληνικού λαού για να οδηγηθεί η χώρα σε βιώσιμη ανάπτυξη.

Μύθος 1: Τα μνημόνια έφεραν την κρίση.

Αλήθεια 1:Η κρίση έφερε τα μνημόνια. Η κρίση δημιουργήθηκε από την διακοπή χρηματοδότησης των δημοσίων ελλειμμάτων και αναχρηματοδότησης παλαιών δανείων (γενικότερα, των δανειακών αναγκών του δημόσιου τομέα) από τον ιδιωτικό τομέα την άνοιξη του 2010, και αφού είχε προηγηθεί διπλασιασμός των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων τους προηγούμενους εννέα μήνες. Τα μνημόνια δεν είναι τίποτα άλλο από τις δανειακές συμβάσεις των διεθνών οργανισμών με τις οποίες βοήθησαν την χώρα να αποφύγει την πτώχευση όταν την είχαν εγκαταλείψει οι ιδιωτικές τράπεζες. Η κυβέρνηση Παπανδρέου μπορεί να κατηγορηθεί για ολιγωρία σε διάφορα θέματα το 2011, αλλά πρέπει να τής αναγνωριστεί η τολμηρή απόφαση να ζητήσει την βοήθεια του ΔΝΤ και της ευρωζώνης πριν χρεοκοπήσει επίσημα η χώρα.

Μύθος 2: Και αν δεχθούμε ότι η κρίση έφερε τα μνημόνια, τα μνημόνια οπωσδήποτε έκαναν την λιτότητα σκληρότερη από ό,τι θα ήταν χωρίς αυτά.

Αλήθεια 2: Τα μνημόνια ελάφρυναν το εύρος και παρέτειναν τις προθεσμίες της προσαρμογής, δηλαδή η αλήθεια είναι ακριβώς η αντίστροφη από τον μύθο. Τα μνημόνια οπωσδήποτε οδήγησαν σε ύφεση, λόγω της αναπόφευκτης δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά συνοδεύτηκαν από τεράστια δάνεια που επέτρεψαν στις κυβερνήσεις να παρατείνουν την προσαρμογή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αν η Ελλάδα είχε αφεθεί στην τύχη της το 2010, θα έπρεπε να είχε μειώσει τις δαπάνες της κατά περίπου 33 δισεκατομμύρια ευρώ, που ήταν το έλλειμμα το 2009, μέσα σε λίγους μήνες και να διατηρήσει το έλλειμμα στο μηδέν για τα επόμενα χρόνια! Με τα τεράστια δάνεια που πήρε η χώρα (λ.χ. το ΔΝΤ έδωσε στην Ελλάδα το μεγαλύτερο δάνειο στην ιστορία του), η προσαρμογή παρατάθηκε για τουλάχιστον πέντε χρόνια και, κατά συνέπεια, η λιτότητα ήταν ηπιότερη, όχι σκληρότερη, με την παρουσία των μνημονίων.

Μύθος 3: Άμεση λύση του προβλήματος της βιωσιμότητας του χρέους θα συντελέσει στην σταδιακή αναβίωση της οικονομίας.

Αλήθεια 3: Η βιωσιμότητα του χρέους έχει σημασία μετά το έτος 2022. Με την μεγαλύτερη αναδιάρθρωση ιδιωτικού χρέους στην παγκόσμια ιστορία που έγινε το 2012 (άλλη μία πρωτιά για την Ελλάδα, μετά το μεγαλύτερο δάνειο του ΔΝΤ), το ελληνικό ιδιωτικό χρέος περιήλθε στα χέρια των διεθνών οργανισμών, εκ των οποίων το ΔΝΤ και η ΕΚΤ αδυνατούν να κάνουν αναδιάρθρωση λόγω των αντίστοιχων καταστατικών τους. Η ευρωζώνη έχει δεχθεί κατ’ αρχήν ελάφρυνση του χρέους (όχι απομείωση), αλλά έχει ταυτόχρονα παράσχει στην Ελλάδα περίοδο χάριτος για το κεφάλαιο και αναβολή πληρωμής των τόκων μέχρι το 2022.

Συνεπώς, κάτω από τις καλύτερες συνθήκες, η ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να επηρεαστεί από την ελάφρυνση του χρέους πριν από το 2022. Εν τω μεταξύ η Ελλάδα οφείλει να αποπληρώνει τα αρχικά δάνεια του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, για τα οποία χρειάζεται περισσότερη χρηματοδότηση κάτω από το υφιστάμενο τρίτο μνημόνιο. Η χρηματοδότηση θα καταστεί εφικτή με την τήρηση των δεσμεύσεων που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος στις 19 Αυγούστου 2015.

Μύθος 4: Η κυβέρνηση μπορεί να αποφασίζει για τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού “εκ προοιμίου”, δηλαδή το υπουργικό συμβούλιο είναι σε θέση να προσδιορίζει το έλλειμμα του προϋπολογισμού κατά βούληση.

Αλήθεια 4: Η πραγματικότητα είναι η αντίθετη, δηλαδή οι δαπάνες υπολογίζονται “εξ υπολοίπου”. Επί δεκαετίες οι ελληνικές κυβερνήσεις πρώτα προσδιόριζαν τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για λόγους κοινωνικής πολιτικής, κατόπιν εκτιμούσαν τα προσδοκώμενα έσοδα, και η διαφορά εσόδων-δαπανών, που ήταν σχεδόν πάντοτε αρνητική, καθόριζε το έλλειμμα του προϋπολογισμού που καλυπτόταν άκριτα με διεθνή δάνεια –μία ανεύθυνη πολιτική (τί ρόλο έπαιζε το Ελεγκτικό Συνέδριο;) που τελικά οδήγησε στην χρεοκοπία. 

Αυτή η ακολουθία ανεστράφη τον Μάϊο 2010, όταν, με την ουσιαστική πτώχευση της χώρας, η χρηματοδότηση προσδιορίστηκε από τους διεθνείς οργανισμούς και παρέμεινε δεδομένη στην διάρκεια των προγραμμάτων στήριξης. Κάτω από τις παρούσες συνθήκες, στην υπάρχουσα χρηματοδότηση από τους διεθνείς εταίρους προστίθενται τα προσδοκώμενα έσοδα και αυτό το ποσό προσδιορίζει το πλαφόν των δαπανών. Εάν υπάρχει διαφορά ανάμεσα σε αυτόν τον ορθό τρόπο υπολογισμού των κρατικών δαπανών και στις δαπάνες που έχει υπ’ όψη της η κυβέρνηση με άλλα κριτήρια, τότε λέγεται ότι “οι αριθμοί δεν βγαίνουν”, δηλαδή υπάρχει ένα δημοσιονομικό κενό που πρέπει να καλυφθεί.

Μύθος 5: Μόλις ξεπεραστεί η κρίση, η Ελλάδα θα βρεθεί πάλι στο 2010, αν όχι στο 2004.

Αλήθεια 5: Το 2010 η Ελλάδα είχε χάσει σταδιακά την ανταγωνιστικότητά της και κατά συνέπεια μεγάλα μερίδια των εξαγωγών της. Για να επανέλθει η χώρα σε βιώσιμη ανάπτυξη, πρέπει να βρει ένα νέο αναπτυξιακό μοντέλο που θα βασίζεται σε νέα συγκριτικά πλεονεκτήματα, ειδικά αυτή την περίοδο της παγκοσμιοποίησης.  Με εξαίρεση λίγα αγροτικά προϊόντα, το νέο μοντέλο θα πρέπει να βασίζεται σε υπηρεσίες, όπως ιατρικός τουρισμός, πράσινη ενέργεια, βιοτεχνολογία, διοικητική μέριμνα, μεταφορές κ.λπ. 

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα πρέπει να δημιουργήσει και να τηρήσει σταθερότητα στο φορολογικό σύστημα, στο ασφαλιστικό σύστημα, στο εργασιακό καθεστώς, καθώς επίσης και να εκσυγχρονίσει την Δικαιοσύνη. Η βελτίωση του θεσμικού καθεστώτος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προσελκύσει η Ελλάδα ξένες επενδύσεις και να οδηγηθεί η χώρα σε βιώσιμη ανάπτυξη».

Όλα αυτά όμως δεν ήσαν αρεστά στον κ. Γ.Βαρουφάκη και την σταλινογενή ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που τον περασμένο Ιούλιο άλλα είχε κατά νουν. Προτεραιότητά της ήταν η παραμονή στην εξουσία και η μονιμοποίηση σε αυτήν, ακόμα και αν χρειαζόταν δημοκρατική εκτροπή. Κατά συνέπεια, ο κ. Θάνος Κατσάμπας οδηγήθηκε σε παραίτηση από την θέση του στο ΔΝΤ και, ως φαίνεται, αργά ή γρήγορα η χώρα θα οδηγηθεί και αυτή στα χειρότερα.
 
πηγή: europeanbusiness.gr

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Η «Μουζαλιάς» ως διδακτικόν έπος και τα παρασημαινόμενά της



Και αίφνης, μέγα θέμα ανέκυψε με τον Αναπληρωτή Υπουργό επί μεταναστατευτικών θεμάτων κο Μουζάλα, όταν αυτός, εν τη ρύμη (;) του λόγου του, αποκάλεσε Μακεδονία το όμορο κράτος με την Ηνωμένοις  Έθνεσιν επίσημη ονομασία Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλιώς γνωστό στην επικράτεια και ως ΠΓΔΜ (αρχικόλεκτα), FYROM (αρχικόλεκτα αγγλιστί), Σκόπια (συνεκδοχικά), και στον υπόλοιπο κόσμο απλά ως Ματσεντόνι(γι)α.

Ήταν, και παραμένει να είναι, ιδιαίτερα χρήσιμο και εποικοδομητικό αυτό το κατά δήλωσιν lapsus linguae, και ο ιστορικός του μέλλοντος θα το εκτιμήσει δεόντως, αφού αποτελεί ανεξάντλητη πηγή συμπερασμάτων προς επιβεβαίωσιν της ανά τους αιώνες εθνικής ανεμελιάς του Έλληνα.

Ας προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε αυτά τα συμπεράσματα βάζοντας τα σε μια σειρά:

1.  Οι Υπουργοί της κυβέρνησης δεν έχουν καμιά σχέση με οποιαδήποτε διπλωματική συμπεριφορά και πρακτική. Είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν την οποιαδήποτε διάθεση για αυτοέλεγχο, και την οποιαδήποτε τάση να κρατήσουν τα προσχήματα, προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα του ελεύθερου λόγου, με τον τρόπο που αυτοί το αντιλαμβάνονται. Ανοίγω, δηλαδή, το στόμα μου και πετάω ότι μου έλθει στο μυαλό, χωρίς να μπω στον κόπο να υπολογίσω από πριν τις συνέπειές του. Σημασία έχει να τα έχω εγώ καλά με τις προσωπικές μου πεποιθήσεις και το αριστερό μου είναι, και όλα τα άλλα διορθώνονται. Τώρα τα αποδέλοιπα περί lapsus linguae και άλλες αηδίες άμα θέλουμε τα πιστεύουμε, ιδιαίτερα δε όσοι έχουμε περάσει από την οργανωμένη αριστερά. Σε κάθε περίπτωση και ως lapsus linguae αποτελεί ένα ιδιαίτερα επιβαρυντικό σφάλμα. Για υπουργό της κυβέρνησης μιλάμε, όχι για τον επιμελητή του Β3. Φαντασθείτε τον Τσώρτσιλ, που κατέβαζε και τα σκατς δέκα δέκα, να έκανε lapsus linguae στη Γιάλτα, που θα είμαστε τώρα.

2.  Οι ΑΝΕΛ έχουν δεμένο το ΣΥΡΙΖΑ με χειροπέδες και αλυσίδες. Αυτή η διαφήμιση με το τρενάκι ήταν πολύ μπροστά, κι ας γελάγαμε εμείς όταν τη βλέπαμε. Η σταθερότητα της κυβέρνησης κρέμεται από μια στριφογυριστή ακροδεξιά τρίχα. Δεν απογοητεύομαι όμως διότι ξέρω ότι, την ημέρα που ο ΑΝΕΛ θα αποσύρει τους υπουργούς και την στήριξή του στην κυβέρνηση, θα υπάρξουν πολιτικές δυνάμεις από όλο το πολιτικό φάσμα, που θα είναι σαν έτοιμες από καιρό να συγκυβερνήσουν με το νεόκοπο σοσιαλδημοκράτη Αλέξη της καρδιάς μας. Κι ας έχουν γίνει όλα τόσο χάλια, που ακόμα κι οι ΑΝΕΛ θα φεύγουν τρέχοντας.

3.  Η Νέα Δημοκρατία έχει αποφασίσει να κάνει ολοκληρωτική αντιπολίτευση, σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην αφήνει τίποτα να πέσει χάμω, όταν ακόμα και αυτό το τίποτα, την οδηγεί σε ipso facto σύμπνοιες με την ακροδεξιά του Καμμένου. Η αύρα του νέου αρχηγού της όμως λειτουργεί ακόμα σε υπερθετικό βαθμό, ώστε να μπορεί να τα μαζεύει όταν κάθε χρήσιμος Φαήλος της δίνει την ευκαιρία να εξιλεωθεί. Δεν την απαλλάσσει όμως από την υπαρκτή ανικανότητά της να διακρίνει το σημαντικό από το ασήμαντο, προτάσσοντας ένα έλασσον θέμα ως μείζον αντιπολιτευτικό επιχείρημα.

4.  Ξαφνικά ο κ. Μουζάλας έγινε ίνδαλμα, και αντικείμενο φανατικής αγάπης και αφοσίωσης. Ο κατά πάνδημη εντύπωση υπουργός «που έχει τρέξει και έχει δουλέψει πολύ», η αλήθεια είναι, δεν έχει να επιδείξει κανένα θετικό αποτέλεσμα του τρεξίματος και της δουλειάς του. Η κατάσταση με το προσφυγομεταναστευτικό δεν έχει βελτιωθεί ούτε κατά ένα χιλιοστό, αντίθετα επιδεινώνεται μέρα με την ημέρα, παρόλα αυτά όμως ένας σημαντικός αριθμών εξεχόντων στελεχών ιδιαίτερα της κεντροαριστεράς φόρεσαν με χάρα την κονκάρδαI love Mouzalas”, και αποδόθηκαν σε ένα ξέφρενο όργιο άσμενης υποστήριξης στον αδικημένο υπουργό. Η ετοιμότητά τους να επιδείξουν αυτή τη στάση απέναντι στον Υπουργό της καρδιάς μας, προκαλεί εντύπωση και προβληματίζει

5.  Η ανικανότητα της διάκρισης του σημαντικού από το ασήμαντο δε χαρακτηρίζει μόνο τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και την υπόλοιπη κοινωνία. Με ένα ιδιαίτερο τρόπο στους αιώνες των αιώνων οι Έλληνες ξέρουν να διαχωρίζουν το σημαντικό από το ασήμαντο, και να επιλέγουν πάντα να ασχοληθούν με το ασήμαντο. Διακρίνονται δε ιδιαίτερα για την ικανότητά τους να αντιμετωπίζουν υπέροχα μια ανθρωπιστική κρίση, όπως αυτή του μεταναστευτικού, αναζωπυρώνοντας μια άλλη υποδεέστερη κρίση, αυτή της μακεδονικής ονοματοδοσίας. Σε αυτό θα βρουν συμμάχους και οδηγούς τα πολιτικά κόμματα. Μιλήσαμε για τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και η ετοιμότητα που έδειξε το ΠΑΣΟΚ για την καταδίκη της χρήσης της βδελυρής ονομασίας από τον Υπουργό ήταν απαράμιλλη. Και βέβαια το ζήτημα της ονοματοδοσίας της γείτονος είναι ένα σημαντικό θέμα, αλλά η επιλογή του ως σημείο αιχμής αυτή τη στιγμή είναι εκτός τόπου και χρόνου, και αποδεικνύει πολλά για την επαφή με την πραγματικότητα τουλάχιστον των επικεφαλής πολιτικού σχεδιασμού των κομμάτων.