Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016

Ο ΚΑΙΡΟΣΚΟΠΟΣ ΕΚΜΑΥΛΙΣΤΗΣ (του Πέτρου Τατσόπουλου)


Παρουσίαση του Π. Τατσόπουλου του βιβλίου του SERGE RAFFY, Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΦΙΝΤΕΛ ΚΑΣΤΡΟ. Μετάφραση: Ελένη Τσερεζόλε. Εκδόσεις: ΚΡΙΤΙΚΗ, 2004. Σελίδες: 528.


Για τους περισσότερους από τους συμπατριώτες μας ο Φιντέλ Κάστρο είναι ο πιο διάσημος από τους "γνωστούς άγνωστους" δικτάτορες και ο μόνος που διατηρεί σε υψηλά επίπεδα τη δημοτικότητά του, παρά τα όσα του προσάπτουν κατά καιρούς. Οφείλουμε λοιπόν να τους προειδοποιήσουμε ευθύς εξαρχής ότι η βιογραφία του γάλλου δημοσιογράφου Σερζ Ραφί θα βάλει σε ισχυρή δοκιμασία τα φιλοκαστρικά τους αισθήματα. Καλύτερα να την αγνοήσουν, αν είναι να την εκσφενδονίσουν πουθενά από τα νεύρα τους. Θα αποφύγουν έτσι και περιττά ατυχήματα.

   Γιατί αλήθεια συμπαθούμε τον Φιντέλ; Τι μας ωθεί να τον ξεχωρίζουμε από τους υπόλοιπους λατινοαμερικάνους τυράννους -τον Σομόζα, φερειπείν, τον Βιντέλα ή τον Πινοσέτ; Ξέρω πως το ερώτημα ηχεί απαράδεκτα αφελές, αν όχι υποβολιμαίο, στα αυτιά όσων θεωρούν τον Κάστρο τον τελευταίο ρομαντικό επαναστάτη. Συνηγορεί και η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη στη χώρα μας που θέλει να πάσχουμε από επιλεκτικό δαλτωνισμό όσον αφορά τα εγκλήματα -να ξεχωρίζουμε με ευκολία τα μαύρα, όχι όμως και τα κόκκινα.

   Ως εκ τούτου, η πρώτη ριπή του Σερζ Ραφί -σε μια χορταστική, πυκνογραμμένη βιογραφία που βρίθει από πυροβολισμούς- δεν μπορεί παρά να έχει ως στόχο την αχρωματοψία μας. Αν μας ενοχλεί η επισήμανση των κακουργημάτων του κόκκινου Φιντέλ, αναμφίβολα μας ανακουφίζει η αποκάλυψη ότι ο Φιντέλ δεν ήταν πάντοτε κόκκινος. Κάποτε μάλιστα, πολύ παλιά, πριν κλείσει τα είκοσι, ήταν ένας γκρίζος εθνικιστής, σχεδόν μαύρος, θαυμαστής του... συμπατριώτη του (η οικογένεια του Φιντέλ κατάγεται από τη Γαλικία, τη βορειοδυτική επαρχία της Ισπανίας) στρατηγού Φράνκο. Ξέρετε ποιος ήταν τότε ροζ, σχεδόν κόκκινος; Κρατηθείτε, παρακαλώ. Ο Φουλχένσιο Μπατίστα, ο κατοπινός "Μίστερ Γιες", ο μελλοντικός δικτάτορας που θα ανατραπεί από τον Κάστρο. Στην κυβέρνηση του Μπατίστα, κατά τη δεκαετία του 1940, μετείχε και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κούβας. Τότε ο Φιντέλ ήταν σφοδρός αντικομμουνιστής. Όταν ξεκίνησε τον ένοπλο αγώνα εναντίον του Μπατίστα, προς τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες -λέγε με CIA- υποστήριξαν και κάλυψαν τα πρώτα του βήματα. Θα περάσει καιρός προτού οι Γιάνκηδες αντιληφθούν ότι ο Κάστρο αλληθωρίζει προς τη Μόσχα. Μπερδευτήκατε; Καλωσορίσατε στη Λατινική Αμερική. Στο σύμπαν του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Στον λαβύρινθο με τα πολύκλαδα γενεαλογικά δέντρα και τα πολλαπλά κάτοπτρα.

   Πράγματι, ο Φιντέλ Κάστρο δείχνει να έχει βγει από τις σελίδες των "Εκατό Χρόνων Μοναξιάς". Γεννημένος το 1926, ο Φιντέλ (τουτέστιν "πιστός") είναι το ένα από τα εννέα παιδιά του δον Άνχελ Κάστρο, εργάτη γης από τη Γαλικία που στην Κούβα θα προκόψει και θα εξελιχθεί σε... μεγαλογαιοκτήμονα. Ο δον Άνχελ, συντηρητικός και μάλλον "στεγνός" άνθρωπος, θα αγωνιστεί σχεδόν μια εικοσαετία, στην αυστηρά καθολική Κούβα, για να πάρει διαζύγιο από την πρώτη του γυναίκα και να αποκαταστήσει τη δεύτερη, τη μητέρα του Φιντέλ. Δύο από τις θλιβερές παρενέργειες του αργοπορημένου διαζυγίου ήταν ο Φιντέλ να βαπτιστεί στα εννιά του χρόνια και να αναγνωριστεί ως γνήσιο τέκνο του δον Άνχελ στα δεκαεπτά του. Στερημένος από πατρική στοργή -ένα σκληρό νόμισμα που, ενήλικος πια, θα επιστρέψει στον πατέρα του- θα βρει καταφύγιο στον ιησουίτικο ασκητισμό, τον μυστικισμό και την τέχνη της μηχανορραφίας, στο κολέγιο Dolores de Belen, όπου θα περάσει έγκλειστος την εφηβεία του. Από εκείνη την περίοδο χρονολογείται η εμμονή του με ένα εσχατολογικό όραμα σωτηρίας της Κούβας -με τον ίδιο, βεβαίως, στον αναντικατάστατο ρόλο του... σωτήρα- που θα παντρέψει κατόπιν με τον εθνικισμό, τον βοναπαρτισμό (η "18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη" του Καρλ Μαρξ, το ιδανικό εγχειρίδιο για κάθε επίδοξο πραξικοπηματία, θα υποδείξει την ακολουθητέα τακτική και στον Κάστρο), τον λενινισμό και τελικά -ω, ναι- τον σταλινισμό. Έναν σταλινισμό που εξακολουθεί να εφαρμόζει απαρέγκλιτα όχι μονάχα κατά τη χρουστσοφική μα ακόμη και κατά την γκορμπατσοφική περίοδο, όταν όλοι περιμένουν πώς και πώς να μαλακώσει. Το 1989, ο στρατηγός Οτσόα, "ήρωας της επανάστασης", καταδικάζεται σε θάνατο μετά την "τελευταία μεγάλη σταλινική δίκη του αιώνα". Δεν είναι όμως και το τελευταίο θύμα του Κάστρο. Αν θέλουμε να το εντοπίσουμε, θα πρέπει να προστρέξουμε στην πρόσφατη ειδησεογραφία. Ο Φιντέλ εξακολουθεί να σκοτώνει.

   Επανερχόμαστε έτσι στο αρχικό ερώτημα. Γιατί τον συμπαθούμε; Ύστερα από εξαντλητική έρευνα, τόσο επιτόπια στην Κούβα -όπου οι πιο πολλές από τις πηγές του παραμένουν ανώνυμες- όσο και μεταξύ των φυγάδων στο Μαϊάμι, ο Σερζ Ραφί αναλαμβάνει να δώσει μια πολυπρισματική απάντηση και δεν διστάζει ενίοτε να εξηγήσει και μια σειρά από "μυστήρια" -όπως η εξαφάνιση του δημοφιλούς επαναστάτη Καμίλο Σιενφουέγος, η εκτέλεση του Τσε Γκεβάρα ή η δολοφονία του Τζον Κένεντι- που, τυπικά τουλάχιστον, παραμένουν ανοιχτά έως σήμερα. Μπορούμε να διαφωνήσουμε με τα πορίσματα του Ραφί -ιδίως με την "τελεσίδικη" διατύπωση ορισμένων- αλλά δύσκολα μπορούμε να παραβλέψουμε την πληθώρα των μαρτυριών και των τεκμηρίων που παραθέτει. Από αυτά αναδύεται ένας ανάλγητος καιροσκόπος ηγέτης, ιδιαίτερα χαρισματικός, προικισμένος με σπάνια επιτηδειότητα, ικανός να αντλεί οφέλη από τις ήττες του -κάτι που δεν κατάφερε, λόγου χάριν, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς-, όπως και να χειραγωγεί τους συνομιλητές του -από τον πιο ευκολόπιστο δυτικό δημοσιογράφο έως τον Ζαν Πολ Σαρτρ ή τον Ρεζίς Ντεμπρέ-, να τους υπνωτίζει και να τους εκμαυλίζει.

   Χώρια από το ταλέντο του στις διαπροσωπικές σχέσεις -ένα μενού που περιελάμβανε τον εναγκαλισμό μισητών εχθρών και την εξόντωση καρδιακών φίλων- ο Φιντέλ αποδείχτηκε "μανούλα" και στις διακρατικές. Εκμεταλλεύτηκε τον ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων για την επιβίωσή του, τουλάχιστον στον βαθμό που και οι υπερδυνάμεις τον χρησιμοποίησαν ως ενοχλητική εμπροσθοφυλακή. Σύμφωνα με τον Ραφί, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαψαν να ασχολούνται με την προσωπική του εξόντωση (παραμένει ασύλληπτο από πόσες απόπειρες δολοφονίας γλίτωσε αυτός ο άνθρωπος) ή την ανατροπή του καθεστώτος του, από τη στιγμή που έκριναν ότι "είναι καλύτερο να υπάρχει ένας αδύναμος τύραννος παρά μια χαώδης κατάσταση στα σύνορα της αυτοκρατορίας". Δεν χάνουν πάντως την ευκαιρία από καιρού εις καιρόν να τον ταπεινώνουν, όπως με την απόφαση του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ να χρησιμοποιήσει τη βάση του Γκουαντανάμο, επί κουβανικού εδάφους, ως το πρώτο κολαστήριο του νέου αιώνα. Ο κύριος λόγος πάντως που συνεχίζουμε να τον συμπαθούμε, κατά τον Ραφί, είναι επειδή συγχέουμε αυτόν τον μεγαλομανή, υστερικό, γαντζωμένο στην εξουσία του "μάτσο" -απηνή διώκτη, μεταξύ άλλων, των ομοφυλοφίλων -με τον πρόσχαρο, χαλαρό και φιλότιμο μέσα στη φτώχεια του κουβανικό λαό. Ίσως αυτή να είναι και η μέγιστη παρεξήγηση.

------------------------------------------------------------------------------------------------------
Πέτρος Τατσόπουλος    "Τα Νέα" 23.10.2004   "Το Βιβλίο για τα Βιβλία" (ΟΞΥ 2010)


ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΣΕΡΖ ΡΑΦΙ:

"Το γέλιο δεν αρέσει στον Κάστρο. Θεωρεί αυτή τη δραστηριότητα βαθιά αντεπαναστατική. Το γέλιο είναι όπλο του διαβόλου. Το γέλιο πρέπει να παραμείνει θαμμένο στις κατακόμβες ή, όπως στο ¨Όνομα του Ρόδου¨ του Ουμπέρτο Έκο, μέσα σε απρόσιτα αρχεία. Το γέλιο είναι ένδειξη ζωής. Όμως, ο άνθρωπος που μετέτρεψε την Κούβα σε περιχαρακωμένο στρατόπεδο, λατρεύει τις δυνάμεις του θανάτου, τους μάρτυρες, τους νεκρούς ήρωες. Μισεί τα φαντάσματα. Και όμως δεν είναι λίγα τα φαντάσματα που παρελαύνουν στο πάνθεον των ¨βασανισθέντων¨: ο Φρανκ Παϊς, ο Καμίλο Σιενφουέγος, ο Ερνέστο Γκεβάρα, ο Αρνάλντο Οτσόα, ο Τόνυ ντε λα Γκουάρντια, ο Χοσέ Αμπράντες και χιλιάδες άλλοι τουφεκισμένοι, που έπεσαν στο πεδίο της τιμής προς αποκλειστικό όφελος ενός βασιλιά-στρατιώτη, εφευρέτη ενός μοναδικού ημι-φασιστικού ημι-κομμουνιστικού καθεστώτος". 

πηγή: facebook.com
 

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

Και θά 'ναι μέρα μεσημέρι;




Στις 4 Απριλίου του 1978 ο βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Κώστας Λουλές, σε μια απάντησή του στη Βουλή προς τον τότε Υπουργό Άμυνας, Ευάγγελο Αβέρωφ, είπε την φράση: "Η Εθνική Αντίσταση θ' αναγνωριστεί και θά 'ναι ντάλα μεσημέρι".(1) Μέσα στην επόμενη τετραετία, και αφού ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης ήταν ένα από τα πρώτα μέτρα στα οποία προχώρησε η Βουλή των Ελλήνων. (2)

Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, αν και ακόμα προκαλεί κάποιους, ήταν στην εποχή της, μετά δηλαδή από δεκαετίες κοινωνικού διχασμού, πολιτικών διακρίσεων, φακέλλων, και πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, ένα υπερώριμο ζήτημα της σύγχρονης κοινωνίας προς επίλυση. Ήταν δε απολύτως συμβατή με το γενικότερο δυτικοευρωπαϊκό τρόπο σκέψης όσον αφορά στην καταπράυνση των εμφυλίων διχασμών και στο χτίσιμο μιας νέας ευρωπαϊκής κοινωνίας, απαλλαγμένης από τέτοιου είδους βαρίδια.   Κατά κάποιο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι δεν ήταν η νέα τότε κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου που προκάλεσε την ανάγκη για αυτή  τη θεσμοθέτηση, αλλά η ανικανότητα και η οπισθοδρομική προσκόλληση των προηγουμένων κυβερνήσεων, οι οποίες αποδείχθηκαν ανίκανες να προωθήσουν παρόμοια ζητήματα, έτσι ώστε να πλησιάσει η χώρα μας το επίπεδο εθνικής συμφιλίωσης που είχε επιτευχθεί στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. (3)

Σήμερα, σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, η χώρα μας ζει μια παρόμοια κατάσταση, όσον αφορά τώρα όμως στο βαθμό διείσδυσης και στον όγκο επιρροής τής κατά το σύνταγμα κυριαρχούσας θρησκείας, δηλαδή της Χριστιανικής Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας, στα πολιτειακά ζητήματα, και ιδιαίτερα, τον ομολογιακό χαρακτήρα με τον οποίο αυτή επιβαρύνει το εκπαιδευτικό ζήτημα της χώρας.

Δε χωρά αμφιβολία ότι πρόκειται περί ενός σαφούς αναχρονισμού, μιας κηλίδας που στιγματίζει τη χώρα μας μέσα στο ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο αυτή επιθυμεί να τοποθετεί τον εαυτό της. Μια κλεφτή μάτια στη σχέση της θρησκείας και της εκκλησίας με τις θεσμικές δραστηριότητες της πολιτείας, εκπαιδευτικές και οποιεσδήποτε άλλες, του υπόλοιπου δυτικού κόσμου, ευρωπαϊκού και υπερατλαντικού είναι παραπάνω από αρκετή για να καταδείξει το μέγεθος του κενού που χωρίζει την Ελλάδα από αυτές.

Οι ομοιότητες των δυο καταστάσεων δε σταματούν όμως εδώ. Και σε αυτή την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση της αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης, έχουν προηγηθεί κυβερνήσεις οι οποίες αρνήθηκαν πεισματικά να κοιτάξουν κατάματα το πρόβλημα και να ηγηθούν έμπρακτα σε μια προσπάθεια αποκατάστασης αυτής της ανισορροπίας, αναλογιζόμενες από τη μια το βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος που θα συσσωρευόταν κατά τους, και από την άλλη τα συμπλεγματικά τους ιδεολογικά σύνδρομα σε σχέση με την πρόσφατη Ελληνική ιστορία.

Και τότε και τώρα η Ελληνική κοινωνία ήταν και είναι κατακόρυφα διχασμένη υπέρ ή κατά, με μεγάλα τμήματά της εκατέρωθεν να οδηγούνται σε ακραίες θέσεις, εμποδίζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο την υπέρβαση και την αποδοχή του δικαιώματος της αντίθετης άποψης και οπτικής γωνίας.

Ζητήματα τα οποία θα έπρεπε να είχαν επιλυθεί, και στον υπόλοιπο κόσμο έχουν επιλυθεί ορθολογικά και σε πνεύμα πολιτικού φιλελευθερισμού, στη χώρα μας αναστέλλονται εφ’ όσον δεν εμπίπτουν  στην αυστηρή ατζέντα της νικήτριας παράταξης. Με ένα καθαρά αντιδιαμετρικό τρόπο επίσης, ζητήματα εκβιάζονται προς εφαρμογή εφ’ όσον ανήκουν στην ατζέντα της νικήτριας παράταξης.

Ο διαχωρισμός της ομολογιακής πίστης της Χριστιανικής Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας από το Ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι και αυτό ένα ζήτημα το οποίο έπρεπε εδώ και δεκαετίες να είχε εφαρμοσθεί από μια χώρα που θέλει να συγκαταλέγει τον εαυτό της στην ευρωπαϊκή πολιτισμική πρωτοπορία. Η ιστορία το έφερε να προωθηθεί θεσμικά από μια αριστερή (?) κυβέρνηση. Και μάλιστα, κατά τη γνωστή ρήση, με έναν φαρσικό τρόπο, ως επανάληψη.

Αναμφισβήτητα η πολιτική της συγκεκριμένης κυβέρνησης πρέπει να εκτιμηθεί συνολικά. Αυτή η εκτίμηση είναι τραγική δυστυχώς. Ακόμα πιο αναμφισβήτητα η πολιτική του συγκεκριμένου Υπουργείου Παιδείας πρέπει να εκτιμηθεί συνολικά. Και αυτή η εκτίμηση δεν υστερεί σε τραγικότητα. Εν κατακλείδι η θεσμοθέτηση αυτή όπως επιχειρείται φαίνεται να κινείται μόνο εξ αδρανείας. Ο διαχωρισμός δηλαδή κράτους και εκκλησίας ανήκει σε ένα από τα ζητήματα που η αριστερά αναδεικνύει κυρίαρχα και έχει σημαία της. Το κακό είναι όμως ότι, κάθε φορά που ιστορικά έχει αναλάβει να κάνει κάτι τέτοιο η αριστερά, οι συνέπειες είναι από προβληματικές έως και τραγικές.

Δεν της αναλογεί όμως το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης. Και αυτό διότι, όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα, η ευθύνη ανήκει κυρίως σε αυτούς που προηγήθηκαν αλλά αποδείχθηκαν πολύ λίγοι. Δεν είναι έργο οπωσδήποτε της αριστεράς η απαγκίστρωση του εκπαιδευτικού συστήματος από τους σφιγκτήρες της εκκλησίας. Είναι έργο μια σύγχρονης ευρωπαϊκής δημοκρατικής διακυβέρνησης. Μιας διακυβέρνησης από δεξιούς, ή από σοσιαλδημοκράτες ή από οτιδήποτε άλλο, αλλά οπωσδήποτε θιασώτες του σύγχρονου τρόπου ελεύθερης σκέψης. Κάτι που στην Ελλάδα βρίσκεται συνολικά σε έλλειψη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι διαχωρισμός της εκκλησίας από την εκπαίδευση δεν είναι το μοναδικό μέτρο το οποίο θα έπρεπε να είχε ληφθεί από άλλη, προηγούμενη, κυβέρνηση, και όχι από την νυν ΠΦΑ κυβέρνησή μας. Εκτός από τα ζητήματα ιθαγένειας, σύμφωνου συμβίωσης τα οποία μου έρχονται τώρα στο μυαλό και έχουν περισσότερο κοινωνικό χαρακτήρα, η κυβέρνηση Τσίπρα προχωρά, πάντα κατ΄ αυστηρή επιταγή της τρόικας, και σε οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως οι ιδιωτικοποίησεις, βελτιστοποίηση τυπικών και νομικών ζητημάτων επιχειρηματικού ενδιαφέροντος, ελεύθερου εμπορίου (φαρμακεία) κλπ. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι εξ αρχής κακώς αφέθηκαν αυτά τα ζητήματα να επιληφθούν από αυτήν την κυβέρνηση. Είναι οι προηγούμενες κυβερνήσεις που θα έπρεπε να είχαν δράσει, ώστε να μη δώσουν χώρο τώρα σε αυτήν την κυβέρνηση να τα υλοποιήσει με το δικό της ανορθόδοξο, ερασιτεχνικό και επικίνδυνο τρόπο. 

Ας μην ανησυχούν όμως οι θεσμοφύλακες των ιερών και των οσίων της φυλής όσον αφορά στο διαχωρισμό της εκπαίδευσης από την εκκλησία. Κάτι η αντίδραση εντός του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι εντός της κυβέρνησης από τους ΑΝΕΛ, κάτι του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο μερικές φορές σε κάνει να αναρωτιέσαι αν από τους ΑΝΕΛ το χωρίζουν ιδεολογικά ή άλλου είδους όρια, μικροκομματικής φύσης, κάτι όλα αυτά λοιπόν, το όλο θέμα θα ξεφουσκώσει , και ο Υπουργός κ. Φίλης θα αναγκαστεί σε αναδίπλωση.

Δυστυχώς οι ομοιότητες με το προηγούμενο παράδειγμα σταματούν κάπου εδώ. Σίγουρα θα είναι μέρα μεσημέρι, αλλά, πολύ φοβάμαι, ότι δε θα είναι μέρα αυτής της κυβέρνησης. Τουλάχιστον όχι όσο η πλειονότητα του Ελληνικού λαού θεωρεί το «φεγγαράκι μου λαμπρό» βασικό ιδεολογικό πυλώνα της εκπαίδευσης, και τα ελληνικά πλειοψηφικά αστικοδημοκρατικά κόμματα τη σιγοντάρουν.

Αναφορές:
(3) Πρέπει να σημειώσουμε νομίζω ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης λειτούργησε ως φυσικός συνεχιστής του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην επίσης σωστή για την εποχή της απόφαση της προώθησης της νομιμοποίησης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος με σκοπό τον εθνικό συμβιβασμό και την αποεμφυλιοποίηση της πολιτικής ζωής.

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

Γιατί οι αριστεροί της Δύσης λατρεύουν δεξιούς θρησκευτικούς εξτρεμιστές στις άλλες χώρες εκτός των δικών τους.

Noam Chomsky, a leading American intellectual highly critical of Israel’s policies toward the Palestinians, meets Hezbollah mentor Grand Ayatollah Mohammed Hussein Fadlallah in Beirut, in 2010. (photo credit:REUTERS)
 (του Seth J. Frantzman από την Jerusalem Post)



Σε μια αρκετά σταθερή βάση ο κόσμος της Δύσης ασπάζεται, όταν προέρχονται από το εξωτερικό, αξίες τις οποίες αποφεύγει στην πατρίδα του.
Αυτό είναι ιδιαίτερα περίεργο και αντιφατικό μεταξύ εκείνων που πρώτα αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστεροί» και «φιλελεύθεροι» και στη συνέχεια ασπάζονται κινήματα, ηγέτεςιδεολογίες και θρησκείες που είναι προδήλως ανελεύθερα και ακροδεξιά στο εξωτερικό. Για παράδειγμα, η Αμερικανίδα φιλόσοφος και θεωρητικός του ανθρώπινου φύλου Τζούντιθ Μπάτλερ δήλωσε το 2006 ότι «η κατανόηση της Χαμάς [και] της Χεζμπολάχ ως κοινωνικά κινήματα που είναι προοδευτικά, που βρίσκονται στην αριστερά, που αποτελούν μέρος της παγκόσμιας αριστεράς, είναι εξαιρετικά σημαντική."



Αυτή η αντιφατική άποψη είναι χαρακτηριστική ενός φαινομένου που περιλαμβάνει τα πάντα, από τον Μισέλ Φουκώ να ασπάζεται την Ισλαμική Επανάσταση στο Ιράν έως αυτούς τους "αντιπολεμικούς" ακτιβιστές στο Ηνωμένο Βασίλειο που υποστηρίζουν τον Πρόεδρο της Συρίας Μπασάρ Άσαντ και τον βομβαρδισμό αμάχων από τη Ρωσία.



Γιατί οι άνθρωποι που υποστηρίζουν τα δικαιώματα των γυναικών στις ΗΠΑ ή τη Γαλλία δικαιολογούν το ιρανικό καθεστώς; Γιατί εκείνοι που αντιπαθούν τις μιλιταριστικές απόψεις βλέπουν αυτούς με τις στολές στο Πακιστάν ή τη Μόσχα σαν κάτι ρομαντικό;

Γιατί εκείνοι που αντιπαθούν τον προεδρικό υποψήφιος των ΗΠΑ,  Donald Trump, βρίσκουν τους στομφώδεις λαϊκιστές σαν τον Ούγκο Τσάβες της Βενεζουέλας τόσο προσφιλή;

Γιατί είναι ο πόλεμος του Άσαντ κατά της τρομοκρατίας τόσο καλός, αλλά του Τζορτζ Μπους είναι τόσο κακός;

Μεγάλος αριθμός σχολιαστών και διανοουμένων που συνδέονται με την «Αριστερά» στη Δύση έχουν, για πάνω από 100 χρόνια, συμμαχήσει συνεχώς με ολοκληρωτικά, εξτρεμιστικά, τραμπούκικα, λαϊκίστικα, μιλιταριστικά, ακροδεξιά, θρησκευτικά φανατικά καθεστώτα και κινήματα στο εξωτερικό.



Είτε ήταν ο George Bernard Shaw να περιοδεύει και να ζητά συγνώμη για την Ρωσία του Στάλιν ή ο Νόαμ Τσόμσκι να υποστηρίζει ότι οι πρόσφυγες της Καμποτζιανής γενοκτονίας ήταν «αναξιόπιστοι» και ότι «οι αναφορές για τη σφαγή ήταν ψευδείς,« υπάρχει μια μακρά παράδοση απάλυνσης για είδη εγκλημάτων στο εξωτερικό, για τα οποία ο κόσμος ποτέ δε θα συγχωρούσε στην πατρίδα του.

Για να κατανοήσουμε το φαινόμενο αυτό θα πρέπει να ξετυλίξουμε το τι σημαίνει να είσαι «αριστερός» στη Δύση. Για να είναι στην Αριστερά είναι να είσαι καλός, να είσαι προοδευτικός, να είσαι υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών, των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων, υπέρ της οικολογίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, των δικαιωμάτων των εργαζομένων, και να είσαι κατά του ρατσισμού και των διακρίσεων, ίσως κατά της πυρηνικής ενέργειας, εναντίον του πολέμου.

Δεν σήμαινε πάντα αυτό.

Πριν από την ήττα του ναζισμού, να είσαι αριστερός ήταν σε μεγάλο βαθμό μια ιδεολογική επιλογή να είσαι μέρος μιας "παγκόσμιας Αριστεράς» των διαφόρων κινημάτων.

Αν και δήθεν υπέρ των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τα δεξιά και αριστερά λαϊκιστικά κινήματα της δεκαετίας του 1920 ήταν ουσιαστικά τα ίδια όσον αφορά στις ολοκληρωτικές φαντασιώσεις τους. Εφόσον η έννοια «Αριστερά» ήταν αυτοοριζόμενη, δεν είναι σαφές τι έκανε τους Ερυθρούς Χμερ και την γενοκτονία που προκάλεσαν πιο "αριστερούς" από τους γενοκτόνους Χούτου στη Ρουάντα.

Τι έκανε τους Άραβες εθνικιστές της μιας ποικιλίας, όπως τους Παλαιστίνιους, "αριστερούς", ενώ εκείνους της άλλης ποικιλίας, όπως τις Δυνάμεις του Λιβάνου, «δεξιούς»;

Η πίστη σε αυτά τα κινήματα της αριστεράς ήταν σε μεγάλο βαθμό ιδεολογική, όταν δεν ήταν αλληλοσυγκρουόμενη. Άρα, ο Στάλιν υποστηριζόταν απλώς και μόνο επειδή κάποιοι αριστεροί στη Δύση αποδέχονταν τη γραμμή του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε άλλους άρεσε ο σύντροφος Τρότσκι και ως εκ τούτου δεν τους άρεσε ο Στάλιν. Όχι επειδή ήταν φιλελεύθεροι, αλλά επειδή το κόμμα τους είπε έτσι.

Σε εκείνες τις ημέρες η ιδεολογική Αριστερά ήθελε η Δύση να μοιάσει με τη Σοβιετική Ένωση. Ένα μονοκομματικό κράτος που θα ελέγχει η Αριστερά.

Όταν φτάσουμε στη δεκαετία του 1990 και την πτώση του κομμουνισμού, η ανάγκη να είναι κάποιος πιστός σε μια καταρρέουσα και ημιθανή επίσημη Αριστεράς στο εξωτερικό είχε διαβρωθεί.

Αλλά τι έπρεπε να γίνει με το εσωτερικό κενό, την ανάγκη να είσαι πιστός σε φανατικά, βίαια, εξτρεμιστικά κινήματα του εξωτερικού; Πού ήταν ο ρομαντισμός της «επανάστασης», όπως ονόμασαν τη γενοκτονία στην Καμπότζη, την επανάσταση των «αγροτών» και των «μαζών» και της εξιδανίκευσης των μαζικών δολοφονιών στο όνομα του λαϊκισμού;

Για να κατανοήσουμε την τυφλή και αντιφατική πίστη των ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί», αλλά ασπάζονται προδήλως αντιδραστικές πολιτικές στο εξωτερικό, πρέπει να καταλάβουμε ότι οι άνθρωποι πρέπει να καλύψουν το κενό της οργής μέσα τους.

Για την αυτοαποκαλούμενη "Δεξιά" στη Δύση το κενό γεμίζει μέσω του καλλιεργούμενου ημεδαπού εθνικισμού. Αλλά η «Αριστερά» αποφεύγει τον εθνικισμό στην πατρίδα της. Ο εθνικισμός όμως του «άλλου» είναι αυθεντικός και εύγευστος. Το να απορρίπτεις την ίδια σου τη σημαία επιβάλλεται αλλά το να γεμίζεις τον εαυτό του με το εθνικισμό του άλλου είναι αποδεκτό.

Έτσι, ο μετά το1990 εναγκαλισμός του θρησκευτικού φανατισμού και του δεξιού εθνικιστικού εξτρεμισμού στο εξωτερικό έχει γεμίσει το κενό που άφησε η πτώση του κομμουνισμού για την Αριστερή διανόηση στη Δύση.

Κοιτάξτε τον Τσάβες σαν ένα τέλειο παράδειγμα. Ένας υπερφίαλος, τσαμπουκαλίδικος, ένστολος μιλιταριστής και πρώην ηγέτη πραξικοπήματος έχει μετατραπεί σε έναν «επαναστάτη διεθνιστή» και έχει δοξασθεί. Είχε «αδιάλλακτο αντι-ιμπεριαλισμό» και κινητοποίησε την «παγκόσμια ενότητα ενάντια στον κύριο εχθρό».

Τα «Λαϊκά κοινοτικά συμβούλια» του «συνάρπαζαν τις μάζες οικοδομούσαν την ουσιαστικής δημοκρατίας."Ο Άλαν Γουντς στη London Progressive Journal προειδοποίησε για το «σαμποτάζ» και την «αλητεία του λούμπεν προλεταριάτου" πουροκαλεί χάος" ενάντια στον καημένο τον Τσάβες.

Ακούστε πώς περιγράφει ο Δυτικός τον μεγάλο ηγέτη: «Ο Τσάβες αντλούσε πάντα έμπνευση από την επαφή με τις επαναστατικές μάζες." Αρα γιατί δεν έχουν Τσάβες στη Βρετανία ή την Αμερική; Οι άνδρες με στολή παρελαύνουν, η φωνή του προέδρου αντηχεί σε όλα τα κανάλια, ψάχνοντας για "εχθρούς" ή "σαμποτάζ";

Κάτι σαν τον Donald Trump, αλλά πολύ περισσότερο.

Επειδή ο Δυτικός θέλει τον «μεγάλο ηγέτη» του στη Βενεζουέλα, όχι στο Λονδίνο, τη θρησκευτική αστυνομία να παρενοχλεί τις «απρεπείς γυναίκες» στο Aceh, όχι στη Δανία. Ο εθνικισμός στο εξωτερικό, ο πραγματισμός στο σπίτι. Μπολιβαριανή Επανάσταση στο εξωτερικό, διεθνισμός στο σπίτι.

Επειδή οι κάτοικοι της Βενεζουέλας πληρώνουν το τίμημα τώρα με μαζική πείνα, όπως σημειώνεται σε ένα πρόσφατο ρεπορτάζ του BBC, υπάρχουν άδεια ράφια, οι άνθρωποι δεν μπορούν να θηλάσουν, επειδή η χώρα καταστράφηκε από αυτές τις λαϊκίστικες, μιλιταριστικές ανοησίες.

Ο Τσάβες δεν ήταν «προοδευτικός», ήταν ένας δεξιός μιλιταρισής που παρίστανε τον εαυτό του σαν αριστερό με τον ίδιο τρόπο περίπου που η Χεζμπολάχ και η Χαμάς, και ο Μπασάρ Ασαντ και οι αγιατολάχ είναι όλοι «αριστεροί».

Όταν κοιτάζει κάποιος την αγάπη και τη λατρεία που έχουν ορισμένοι στη Δύση για την άκρα Δεξιά στο εξωτερικό, μπορεί να παρατηρήσει πώς οι άνθρωποι ασπάζονται αντίδιαμετρικές αξίες στο εξωτερικό και στην πατρίδα τους. Δεν τους αρέσει ο Τζέρι Φάλγουελ, αλλά αν ήταν Αγιατολάχ ο Τζέρι αλ-Φάλγουελ, θα ήταν αγαπημένος και θα τον τιμούσαν.

Ο Ραβίνος Brant Rosen, που υποστηρίζει την «κοινωνική δικαιοσύνη» στο Σικάγο, πήγε στο Ιράν το 2008 και συναντήθηκε με τους άνδρες σε ρόμπες με γενειάδες που εκπροσωπούν το αντίθετο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Έγραψε με φλογερό εθνικισμό την "Περσία, μια χώρα με μια υπερήφανη και σεβάσμια ιστορία ... όλοι οι Ιρανοί, μικροί και μεγάλοι ταυτίζονται βαθιά με την αρχαία ιστορία τους .... ενωμένοι στην ευλάβειά τους για την Περσική ιστορία."

Τι γίνεται με τις ιρανικές μειονότητες οι οποίες βάναυσα καταπιέζονται από τους Πέρσες, όπως οι Κούρδοι, οι Άραβες, οι Αζέροι και οι Μπαλούχοι; Ο Αμερικανός ραβίνος δεν τους αναφέρει, στην πραγματικότητα το blog του, φαίνεται να υποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν.

Στην Αμερική κοινωνική δικαιοσύνη σημαίνει αναγνώριση μειονοτήτων, αλλά εκείνοι που κυρήσσουν την κοινωνική δικαιοσύνη στην πατρίδα τους αγκαλιάζουν τον λυσσαλέο θρησκευτικό εξτρεμισμό στο εξωτερικό. Κανείς δεν θα δεχθεί ένα νόμο που αναγκάζει τις γυναίκες να καλύπτουν τα μαλλιά τους στο Σικάγο, αλλά στο Ιράν γελούν και να απολαμβάνουν τους αναγκαστικούς ιερατικούς κανόνες.

Γιατί είναι ο Περσικός εθνικισμός ή άλλοι ξένοι εθνικισμοί τόσο δελεαστικοί για κάποιους στη Δύση; Επειδή ο Αμερικανικός, ο Γαλλικός ή ο Γερμανικός εθνικισμός δεν είναι.

Στο εξωτερικό μπορεί κάποιος να παρέχει αφειδώς την αγάπη του για τα «υπερήφανα έθνη»  Είναι το μέρος όπου μπορεί κάποιος να προσκυνήσει ανοιχτά ισχυρούς άνδρες. Ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός εξτρεμισμός, ο πόλεμος, οι ξυλοδαρμοί και οι δημόσιες κρεμάλες, οι αποκεφαλισμοί,οι λιθοβολισμοίας μην τη λάβουμε υπ όψη μας όλη αυτή την επιθετικότητα που η ζωή στη Δύση έχει απομονώσει.

Η αγάπη για τα ξένα έθνη και τις θρησκείες την οποία βρίσκει κανείς στα γραπτά του τόσων πολλών «Αριστερών» που αντιτίθενται δήθεν στον εθνικισμό είναι πάντα ενδιαφέρουσα. Η αγάπη για την "υπερηφάνεια", την πίστη, την αξιοπρέπεια και τις ρίζες στο έδαφος, τη δύναμη της σημαίαςτο σπαθί και το όπλο, οδηγεί σε μια εθνικιστική λαχτάρα που η Δυτική αυτοαποκαλούμενη Αριστερά δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό της στην πατρίδα της.

Οι ίδιες αξίες όσον αφορά στον Trump ή το Brexit, τον Le Pen ή τη Λέγκα του Βορρά που οι προοδευτικοί βρίσκουν απαράδεκτες στη Δύση, όταν εκφράζονται στη Βενεζουέλα, τη Συρία, το Ιράν ή μεταξύ των Παλαιστινίων είναι αξιοθαύμαστη.

Μην κοροϊδεύετε τους εαυτούς σας και υποκρίνεστε ότι αυτοί οι προοδευτικοί απλά δεν ακούνε τους φίλους τους στο Ιράν να αποκαλούν την άμβλωση "σατανική" ή δεν ακούνε να λένε ότι οι ομοφυλόφιλοι είναι "καρκίνος", ή δεν ακούνε τους σοβινιστές φίλους τους στην Μουσουλμανική Αδελφότητα να λένε "η θέση της γυναίκας είναι στο το σπίτι."

Το ακούνε, και το υποστηρίζουν. Όταν οι υπέρβαροι, γενειοφόροι θρησκευτικοί ηγέτες στο Ιράν λένε «οι γυναίκες διαφέρουν από τους άνδρες, οι γυναίκες καθοδηγούνται από τα συναισθήματά τους, "οι ίδιοι άνθρωποι που μιλούν για «ουδετερότητα των φύλων» στη Δύση τεντώνουν τα μάτια τους και λένε «ναι συμφωνώ, τι διορατικότητα!», και όχι «πού είναι το κοινό για τα δυο φύλα μπάνιο

Όταν ο Ούγκο Τσάβες είπε ότι δεν θα μπορούσε να είναι ομοφυλόφιλος επειδή ήταν "τόσο άντρας ώστε να γίνεται σκόνη κάθε κατηγορία που ξεπερνά αυτή τη γραμμή," οι υποστηρικτές των δικαιωμάτων των gay δεν ανοιγόκλεισαν βλέφαρο. Η ομοφοβία είναι cool αλλά μόνο στο εξωτερικό, όχι στην πατρίδα μας.

Εάν παίρνατε έναν συνηθισμένο προοδευτικό ένθερμο υποστηρικτή της Χεζμπολάχ και του λέγατε να βαπτιστεί πιστός μιας αίρεσης ή θρησκείας βουτώντας σε μια πηγή του Τέξας (ΣτΜ: όπου υπάρχει μεγάλο ποσοστό θρησκοληψίας)  θα περιγελούσε την "θρησκεία για τους αμόρφωτους». Πάρτε τον όμως και πηγαίνετέ τον στην κοιλάδα Beka'a και πείτε του να αυτομαστιγωθεί-για την Ασούρα και θα το βρεί όμορφο.

Ολόκληρο αυτό το φαινόμενο είναι αυτό που πρέπει να αποκαλείται «γεωγραφικός φιλελευθερισμός».

Γεωγραφικός φιλελευθερισμός σημαίνει ότι θα υποστηρίξεις τον φιλελευθερισμό μόνο σε ένα μέρος, ενώ θα υποστηρίξεις κάπου αλλού το διαμετρικά αντίθετο. Το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχουν βασικά δύο δεξιές δυνάμεις σε πόλεμο μεταξύ τους στη Δύση. Η μια υποστηρίζει δεξιές θρησκευτικές εθνικιστικές δυνάμεις στο εξωτερικό, η άλλη τους υποστηρίζει στην ίδια τη χώρα από όπου προέρχεται.

Οι εύθραυστες φιλελεύθερες αξίες της Δύσης, οι οποίες χρειάστηκαν 1.000 χρόνια για να επιτευχθούν διαβρώνοντας την εξουσία της θρησκείας, του εθνικισμού, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του σοβινισμού δεν έχουν καμιά πιθανότητα να ανταπεξέλθουν τις ανταγωνιστικές δυνάμεις της ξένης δεξιάς πτέρυγας, της εσωτερικής δεξιάς πτέρυγας και την εσωτερικής γεωγραφικής φιλελεύθερης που τους προδίδει εντός της χώρας και τους υποστηρίζει στο εξωτερικό.

Όταν θα γραφεί η ιστορία της Δύσης θα λέει: Εκπαιδεύθηκαν να μισούν τον εαυτό τους και αγαπούν αυτό που μισούν για τον εαυτό τους στο άλλο.

πηγή:  jpost.com